Η 28η Οκτωβρίου 1940 υπήρξε η τελευταία αναλαμπή του ελληνισμού. Ξεπέρασε τις διαφορές του, ενεργοποίησε τις υπαρκτές δυνάμεις του και απέτρεψε την κατοχή του τόπου του, υπερασπίζοντας την ελευθερία του. Η ελευθερία είναι το αρχέγονο ζητούμενο για τον άνθρωπο. Όλα τα άλλα είναι συστήματα οργάνωσης της ζωής του.
Πριν περάσει η δεκαετία, ο αλληλοσπαραγμός έφτασε στο γνωστό αποκορύφωμά του και συνεχίζεται ως σήμερα. Χαμηλότερης έντασης, αλλά το ίδιο ουσιαστικός. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να ομονοήσει στα αυτονόητα είναι αδύνατον να προκόψει.
Ιδεολογικές φαντασιώσεις που κυριάρχησαν επειδή είχαν ένα συναισθηματικό περιτύλιγμα κατέρρευσαν, ευτυχώς. Αλλά νέες φοβίες, δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες, οδηγούν την ελληνική κοινωνία σε μια αμυντική και εσωστρεφή στάση. Πρόβλημα υπάρχει αλλά το «θα μας πάρουν τη χώρα», «θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας» είναι υπερβολή. Τα λένε αυτά άνθρωποι που κατά τα άλλα ομνύουν στο μεγαλείο και τη δυναμική ενός αρχαιοελληνικού πολιτισμού του οποίου αισθάνονται φορείς. Είναι η μέγιστη προσβολή αυτού του πολιτισμού τον οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων κατακτητές και κατακτημένοι όχι μόνο δεν αλλοίωσαν, αλλά επιδίωξαν να αφομοιώσουν. Αλλά αν εξαιρέσουμε όσα ενεγράφησαν στο υποσυνείδητό μας από τον πολιτισμό αυτόν και καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, πουθενά δεν βιώνεται. Αντιθέτως, μόνοι μας τον εξαλείφουμε με τη μέριμνα, πολλές φορές, και της πολιτείας. Αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
Την ίδια εποχή που μεσουρανούσε ο ελληνικός πολιτισμός, ανατολικότερα ήκμαζε και ο περσικός. Προϊόντος του χρόνου η Περσία κατελήφθη στρατιωτικά από το Ισλάμ αλλά του επιβλήθηκε πολιτισμικά. Ο περσικός ή ιρανικός ισλαμισμός πόρρω απέχει από τον αραβικό, όχι μόνο λόγω της διαφοράς σιισμού και σουνιτισμού.
Οι Πέρσες αναζητούσαν μονίμως, στην ιστορική τους διαδρομή, τους δεσμούς συνέχειας με την αρχαία αυτοκρατορία τους (όχι μόνο των Σασανιδών, αλλά ακόμη και των Αχαιμενιδών) ώστε να διατηρήσουν τη δική τους ιδιαίτερη ταυτότητα, κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλοι λαοί που κατακτήθηκαν από τους Άραβες.
Η ταυτότητα δεν εξαλείφεται, και αυτό ας το έχουν υπόψη οι κάθε λογής αποδομητές που αισθάνονται πολίτες του κόσμου. Μόνο στα ρομπότ θα καταφέρουν να επιβάλλουν αυτήν την αντίληψη, αν τα καταφέρουν και εκεί.
Την ίδια περίοδο που ο ελληνικός κόσμος ήταν οργανωμένος στις πόλεις-κράτη λόγω ιδιαιτεροτήτων που αναλύουν πειστικά οι ιστορικοί, οι Πέρσες είχαν μια μεγάλη αυτοκρατορία. Καλά δομημένη και οργανωμένη στις σατραπείες. Ένα είδος ομοσπονδίας της εποχής που λειτούργησε αποτελεσματικά.
Ο Αλέξανδρος, αφού ένωσε τις ελληνικές πόλεις-κράτη (εν μέρει τα βρήκε έτοιμα και από τον πατέρα του), κυριάρχησε στον τότε γνωστό κόσμο. Η ελληνική αυτοκρατορία που σχεδίαζε θα είχε ως πρότυπο την περσική. Στόχος του ήταν να επιτύχει έναν συγκερασμό των Ελλήνων με τους Πέρσες ώστε να προκύψει μια νέα ενοποιημένη παγκόσμια τάξη. Το ιδεώδες του δεν ήταν να καταστρέψει την Περσική Αυτοκρατορία, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν ορκισμένοι εχθροί των Περσών, αλλά να την αναγεννήσει με ελληνιστικά χαρακτηριστικά.
Ο Ηρόδοτος που ασχολήθηκε πολύ μαζί τους έγραψε ότι «διδάσκουν τα παιδιά τους από τα πέντε ως τα 20 χρόνια τρία μονάχα πράγματα: να ιππεύουν, να τοξεύουν και να λένε την αλήθεια». Ανδρεία, δηλαδή, και αρετή. Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες.
Έτσι δημιουργούνται κράτη και αυτοκρατορίες. Όχι με φοβίες.
Ένας εκμαυλισμός ψυχής, σώματος και πνεύματος κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Οι μετριότητες των άκρων έχουν επιβληθεί, και οι υπόλοιποι καθεύδουν στο σαλόνι τους. Όλοι μας έχουμε γίνει τιμητές αναπαράγοντας ένα πρότυπο αξιών που θέλει κάποιους άλλους είτε να εργάζονται είτε να πολεμούν για εμάς. Για να μας φέρουν έτοιμο αυτό που ο καθένας έχουμε στο νου μας, το οποίο έχει διαμορφωθεί από φοβίες γενικώς. Είτε προς τον ισχυρότερο, είτε προς τον ασθενέστερο.
Η δυναμική του ’40 άντεξε ως τη δικτατορία του ’67, παρά τις θανατηφόρες συγκρούσεις.
Εκείνο που ακολούθησε και χαρακτήρισε τη Μεταπολίτευση ήταν η έναρξη μιας εποχής ευμάρειας σε συνδυασμό με φοβικά σύνδρομα. Εθνικά και κοινωνικά. Σύνδρομα που άρχισε να αναπαράγει ο ανατολικός γείτονας που φρόντισε νωρίς να υπενθυμίσει την επιθετική παρουσία του, αλλά και οι ρίζες ενός καθεστώτος που μόλις κατέρρευσε. Ενέγραψε όμως στο υποσυνείδητο του Έλληνα τη διαχρονική παρουσία του.
Αντί να αποβάλει τις αντιδημοκρατικές αυτές ρίζες με γνώση και σύνεση, η ελληνική κοινωνία προτίμησε τον εύκολο δρόμο των ρεβανσιστικών επιλογών που δεν μπορούσαν να εκδηλωθούν ευθέως αλλά κυριάρχησαν σε επιμέρους χώρους. Μια κακή απομίμηση δημοκρατικών θεσμών, από το συνδικαλισμό ως το Κοινοβούλιο, αναπαρήγαγε τη νεοελληνική φαντασίωση περί κάποιου που θα μας σώσει.
Ίσως, ευλόγως, αφού το κυρίαρχο αφήγημα ήταν ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που θα σηκωθεί και θα καταλάβει την Πόλη. Όχι εμείς, αναζητώντας τους τόπους όπου μεγαλούργησε ο πολιτισμός μας, αλλά κάποιος άλλος. Κάποια μεταφυσική παρουσία.
Αυτόν τον κάποιο άλλο περιμένουμε ως σήμερα.
Είχε τη μορφή ενός αντισυστημικού τύπου που απογοήτευσε. Ενός ξανθού γένους που ερωτοτροπεί με τον εχθρό. Ενός παραδοσιακού «συμμάχου» που παρότι στο παρελθόν μας «πούλησε» (Κύπρος), αναζητούμε ακόμη την προστασία του έστω και αν σήμερα «πουλά» τους συμμάχους του με εντυπωσιακή ευκολία.
Αλλά όλοι και όλα μας λένε: φροντίστε μόνοι την ύπαρξή σας.
Αντ’ αυτού, αρεσκόμεθα στην εκτόνωση στα γήπεδα ή τα κοινωνικά δίκτυα. Στις εύκολες αλληλοκατηγορίες και στην κατασκευή πραγματικών ή φανταστικών εχθρών.
Εδώ είμαστε. Γιορτάζουμε σήμερα την τελευταία αναλαμπή της ιστορικής μας συνέχειας.
Αρκεί αυτό; Ή να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε πώς θα αναγεννήσουμε έναν πολιτισμό που άφησε το στίγμα του στην ανθρωπότητα; Αλλά, προσοχή. Θέλει αρετή και ανδρεία. Υπάρχει;