Όσοι λίγοι πια έχουν απομείνει επιμένοντας με αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια, ποιότητα κι εντιμότητα στα έργα που κάνουν, περιχαρακώνονται. Τους περιχαρακώνουν τα συστήματα, περιχαρακώνονται κι οι ίδιοι από μόνοι τους. Χτίζουν γύρω τους από έναν καστρότοιχο, για να αμύνονται· για να προστατευτούν από τις κοτρόνες που εξακοντίζουν εναντίον τους οι καταπέλτες της φαυλοηλιθιοκρατίας. Χτίζουν αυτοί, αλλά τους χτίζουν ένα ακόμα ντουβάρι απ’ έξω ολόγυρα οι αχόρταγοι, εγωπαθείς εξουσιαστές και τα τσιράκια τους. Έτσι γίνεται σε μερικές πολιορκίες, όταν ο αμυνόμενος παραδόξως αντέχει. Βαστάς εσύ τα τείχη σου, σου χτίζουνε κι οι εχτροί απ’ ολόγυρα ένα δικό τους και γίνεσαι διπλά περίκλειστος.
Έτσι οι πολιορκητές νομίζουν πως νικούν, γιατί λογαριάζουνε τα πράγματα με τον κοσμικό, με τον υλιστικό τους τρόπο. Μα σ’ αυτήν την περίπτωση τα μέτρα και τα σταθμά είν’ αλλιώτικα.
Η ελευθερία είναι μέσα από τα τείχη τα διπλά κι η σκλαβιά είναι απ’ έξω. Ο κόσμος νομίζει πως οι έγκλειστοι λυσσάνε από τη δίψα. Μα αυτοί πίνουν από πηγή αστέρευτη και ζωοδόχο. Κινώντας για την πηγή όπου πάνε για να πιουν τ’ αθάνατο νερό, ψέλνουν στο δρόμο εκείνο το ανυπέρβλητο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού: «δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα».
Οι απ’ έξω οικτίρουν αυτούς τους ελεύθερους πολιορκημένους, γιατί νομίζουνε πως μέσα «τα μάτια η πείνα εμαύρισε» όπως θα το ’γραφε κι ο Σολωμός. Αλλά οι έγκλειστοι έχουνε κάτι μαυροντυμένους αρχιμάγειρες που κάθε πρωί βρίσκουν (ένας Θεός ξέρει πώς) και τους ετοιμάζουν λογιών-λογιών αρτοσκευάσματα. Τ’ απόγευμα πάντα τους ετοιμάζουν υψηλή μαγειρική βασισμένη στα κρεατικά. Κάνουν το σταυρό τους, λοιπόν, οι έγκλειστοι, και καλοτρώνε και δοξάζουν τον Θεό ενθυμούμενοι τον Προφήτη Ηλία, ότι «κόρακες έφερον αυτώ άρτους το πρωί και κρέα το δείλης» (Γ΄ Βασ. 17,6).
Οι έξω λογαριάζονται για ελεύθεροι, αλλά είναι σκλαβωμένοι στα συστήματα. Προσκυνήσανε και φιλήσανε δαχτυλίδια∙ μπήκανε στα κόλπα, αλλά ο δυνάστης τους είναι απάνθρωπος∙ μέσα τους ζουν την κόλαση κι υποφέρουν. Έχουν την ψευδαίσθηση πως επικοινωνούν, αλλά κοινωνία δεν έχουν με κανέναν τελικά. Λυπούνται δήθεν τους έγκλειστους για την απομόνωσή τους, αλλά η δική τους μοναξιά μέσα στις φλυαρίες και τα λόγια τα επιφανειακά και τ’ ανόητα είναι αφόρητη. Μέσα απ’ τα τείχη, όμως, είν’ αλλιώς! Ναι, δεν υπάρχουν πολλοί… Αλλά οι λίγοι και καλοί αρκούν. Μέσα στην ησυχία, μια χούφτα φίλων καρδιακών που επικοινωνούν κι είναι στο ίδιο μήκος κύματος αρκεί.
Άλλη πιο πλούσια κοινωνική ζωή απ’ αυτήν υπάρχει;
Και πάλι οι έγκλειστοι νομίζονται για δυστυχείς, καθώς δεν μπορούν να βγουν έξω∙ το κάστρο έχει γίνει γι’ αυτούς σαν το κελί κανενός ερημίτη. Δεν μπορούν να ταξιδέψουν, μήτε να πάνε ταξίδια αναψυχής και τουρισμού. Αλλά οι επιφανειακοί άνθρωποι δεν μπορούν να προσεγγίσουν τη μυστική ελευθερία της κίνησης των απροσκύνητων. Γιατί αυτοί, «είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν» (Β΄ Κορ. 12,2) ταξιδεύουν όπου θελήσουν αυτοστιγμεί. Σε θάλασσες και σε βουνά, σε ερήμους και σε κάμπους, σε πολιτείες και σε αξιοθέατα κάθε λογής πετούν ανεμπόδιστοι. Τα βλέπουν όλα, τα εξερευνούν, τα χαίρονται και τα ψηλαφούν χωρίς τις κοινές ταλαιπωρίες των ταξιδιωτών∙ χωρίς ξενοδοχεία και εισιτήρια, χωρίς στρίμωγμα στις ουρές των επισκεπτών, χωρίς αναμονές.
Οι κακεντρεχείς εχθροί και πολιορκητές, βέβαια, και σ’ ένα ακόμα πράγμα εξαντλούν την χαιρεκακία και το φθόνο τους. Επιχαίρουν, γιατί νομίζουν πως πνίγουν κι αποσιωπούν το λόγο των περιχαρακωμένων. Ότι ο κόσμος δεν πρέπει να ακούει τις αντρείες κραυγές της ελευθερίας, τον έμπλεο πνευματικότητας και συγκινητικό λόγο και τους θούριους, μην και ξεσηκωθεί. Αφήνουν να κυκλοφορεί ανεμπόδιστος ένας κάποιος χαμηλής ποιότητας λόγος αντιπολιτευτικός στην τυραννίδα που έχουν εγκαθιδρύσει. Κι αυτό το κάνουν επίτηδες. Πρόκειται για έναν θόρυβο από λόγο στεγνό, ξύλινο, αδύνατο και προβληματικό. Αναμασήματα που αφήνουν τον κόσμο ασυγκίνητο. Κι από την άλλη είναι ο δικός τους λόγος. Εξουσιαστικός, παρελκυστικός, γεμάτος φαιδρές σοφιστείες ανακατεμένες με στείρες αγαπολογίες και προσκλήσεις σε ειρηνικούς δήθεν συμβιβασμούς. Γιομάτος από το δηλητήριο του σχετικισμού, του εφησυχασμού, του υλισμού, του ψευδοφανούς πραγματισμού και του σκοταδιστικού τους διαφωτισμού.
Νομίζουν έτσι πως ο λόγος των εγκλείστων πνίγεται, χάνεται∙ ελπίζουν πως αυτοί έτσι θα πάψουν να τον αρθρώνουν. Πού θα πάει; Κάποια στιγμή θ’ αποκαρδιωθούν, σκέφτονται.
Μα οι περιθωριοποιημένοι κι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα δεν απογοητεύονται. Ξέρουν πως αυτά τα πράγματα δεν μετριούνται στο πόσοι ακούν, πόσοι διαβάζουν έναν λόγο, αλλά στο πόσοι τον κοινωνούν και δακρύζουν, ανατριχιάζουν, υψηλοφρονούν. Με το ένα δάκρυ ενός ανθρώπου κερδίζεται η περίεργη αυτή αναμέτρηση που για τους έξω είν’ ανταγωνισμός κι επίδειξη, αλλά γι’ αυτούς χρέος και δωρεά από το περίσσευμα της καρδιάς τους.
Οι μαρμαρωμένοι βασιλιάδες μέσα στα πέτρινα διπλοτειχισμένα ζωηφόρα κενοτάφιά τους «έχουν το νου τους στον Άδη και δεν απελπίζονται», σύμφωνα με την οδηγία που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον Άγιο Σιλουανό των Αθωνίτη. «Εκ του στόματος» αυτών «ρομφαία δίστομος οξεία εκπορευομένη» (Αποκ. 1,16) ξεθηκαρώνει λίγο-λίγο. Και ξέρετε κάτι; Αυτό δεν μπορείτε να το αποτρέψετε!