Οι αλλαγές στις διατροφικές και καταναλωτικές τάσεις των Ελλήνων βρέθηκαν στο επίκεντρο νέας μελέτης που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 με δείγμα 950 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν επτά διατροφικές και καταναλωτικές τάσεις οι οποίες αναμένεται να διαμορφώσουν τον κλάδο των σουπερμάρκετ και των προμηθευτών τους την επόμενη δεκαετία.
1. Χορτοφαγία – Χορτοφαγική διατροφή
Οι διεθνείς δημογραφικές εξελίξεις και οι πολιτισμικές αλλαγές, σε συνδυασμό με τις παραγωγικές δυνατότητες της παγκόσμιας οικονομίας για παραγωγή ζωικών πρωτεϊνών, αποτελούν παράγοντες που συνεισφέρουν στην παγκόσμια αύξηση των καταναλωτών που επιλέγουν την χορτοφαγική δίαιτα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν χώρες όπως η Σουηδία που το ποσοστό των χορτοφάγων φτάνει ακόμα και το 15%, ενώ σε χώρες όπως η Ινδία ξεπερνάει το 35%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν χορτοφάγοι δεν ξεπερνά το 3%, αλλά υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, το οποίο είναι σημαντικά πιο έντονο από άλλες χώρες, με το 62% του κοινού να δηλώνει ότι έχει αυξήσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών με στόχο τη βελτίωση της υγείας του.
2. Εναλλακτικά τρόφιμα
Η προαναφερθείσα τάση αναμένεται να κάνει πιο έντονη την αναζήτηση για εναλλακτικά υλικά, τρόφιμα και προϊόντα προκειμένου να καλυφθούν οι υπάρχουσες διατροφικές συνήθειες. Προϊόντα όπως το φυτικό τυρί, τα φυτικά γάλατα κτλ. υπάρχουν ήδη στην ελληνική αγορά, με το επόμενο βήμα να είναι το κρέας εργαστηρίου ή από φυτικά συστατικά. Υπάρχει άλλωστε ήδη ένα καταναλωτικό κοινό που κάνει τις συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές, αν και σε χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με το εξωτερικό.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, όπως φαίνεται στο σχήμα 2, το 25% του κοινού θεωρεί αυτές τις επιλογές πιο υγιεινές, έναντι 51% στις ΗΠΑ.
3. Νέες γεύσεις
Η πολυπολιτισμικότητα, η πρόσβαση στο διαδίκτυο και οι δύο προηγούμενες τάσεις οδηγούν την επιθυμία του καταναλωτικού κοινού για νέες γεύσεις και ποικιλία διαφορετικών επιλογών. Το 71% του κοινού δηλώνει ότι του αρέσει να ανακαλύπτει καινούργιες γεύσεις (ποσοστό μεγαλύτερο από το 67% των ΗΠΑ), ενώ το 66% δηλώνει ότι η ποικιλία ειδών είναι βασικός παράγοντας για την επιλογή σημείου πώλησης. Ήδη σήμερα οι εταιρείες τροφίμων πειραματίζονται με νέους συνδυασμούς γεύσεων προσπαθώντας να καλύψουν αυτή την ανάγκη, ενώ και οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις επεκτείνουν το κωδικολόγιό τους με νέες κατηγορίες και νέα προϊόντα.
4. Αύξηση των σνακ και του φαγητού ευκολίας
Οι αυξανόμενοι ρυθμοί ζωής στην καθημερινότητα, η αύξηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι δημογραφικές αλλαγές διαμορφώνουν ένα καταναλωτικό κοινό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ένα κοινό το οποίο έχει περιορισμένο χρόνο για να αφιερώσει στη μαγειρική, και το οποίο όλο και περισσότερο λειτουργεί τις βραδινές ώρες. Το κοινό αυτό αναζητά όλο και περισσότερο εύκολες λύσεις για να καλύψει τη διατροφή του, αντικαθιστώντας γεύματα με σνακ, αντικαθιστώντας τη μαγειρική με έτοιμες λύσεις και αξιοποιώντας όλο περισσότερο το food delivery. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν τόσο τη βιομηχανία προϊόντων, η οποία καλείται να απαντήσει με νέα προϊόντα, όσο και το λιανεμπόριο το οποίο πρέπει να παρέχει πλέον λύσεις και όχι μόνο προϊόντα.
5. Υγεία και διατροφή
Σε αντίθεση όμως με την προηγούμενη τάση, η πλειοψηφία των καταναλωτών (και ειδικά οι μεγαλύτερες ηλικίες) αναμένεται να αφιερώνουν όλο και περισσότερο χρόνο για το σχεδιασμό-προγραμματισμό της διατροφής τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης του επιπέδου εκπαίδευσης και του μέσου προσδόκιμου ζωής. Το κοινό θα θέλει να ζει πιο υγιές για όλο μεγαλύτερο χρόνο. Η υγεία, όπως φαίνεται στο σχήμα 5, είναι αλληλένδετη με τη διατροφή (88%), ενώ η υγιεινή διατροφή είναι αλληλένδετη με τη μαγειρική (89%). Το κοινό θα ψάχνει πιο υγιεινές επιλογές για τη διατροφή του και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες να απαντήσουν σε αυτή την ανάγκη, καθώς το τι είναι υγιεινό σε μεγάλο βαθμό θα είναι ασαφές για μεγάλες ομάδες του αγοραστικού κοινού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μια από τις τροφές η οποία ενοχοποιείται όλο και περισσότερο στα μάτια του καταναλωτικού κοινού ως ανθυγιεινή είναι η ζάχαρη. Η στροφή προς εναλλακτικές πηγές όπως η ζαχαρίνη και η στέβια φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος, με το 28% του κοινού να επιλέγει αυτές τις εναλλακτικές.
Παράλληλα, ένα 38% του κοινού δηλώνει ότι γενικότερα αποφεύγει την κατανάλωση γλυκών και ζάχαρης με το –θεωρητικό– αθροιστικό ποσοστό να φτάνει το 66%, αφήνοντας πλέον μια μειοψηφία να παραμένει αφοσιωμένη στην παραδοσιακή κρυσταλλική επιλογή.
6. Η μανία με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Τα social media όλο και πιο έντονα θα διαμορφώνουν τις επιλογές του καταναλωτικού κοινού, με τις αγορές τροφίμων, τη μαγειρική και την κατανάλωση να συνδέονται με το internet όλο και περισσότερο.
Το 39% του κοινού μαγειρεύει σήμερα έχοντας ανοιχτό το κινητό δίπλα για να βλέπει συνταγές, ενώ το 22% έχει ζητήσει συμβουλές μέσω των social media. Πλέον η νοικοκυρά του σπιτιού δεν μαγειρεύει μόνο για την οικογένεια, αλλά και για έναν ευρύτερο κύκλο, με το 40% των ερωτώμενων να δηλώνουν ότι έχουν ανεβάσει φωτογραφία με το φαγητό τους στο διαδίκτυο.
Οι influencers θα αποκτήσουν πιο ενεργό ρόλο και επηρεάζουν περισσότερο τις εξελίξεις. Οι ταχύτητες διάδοσης πληροφοριών και υιοθέτησης τάσεων γίνονται όλο και πιο γρήγορες, δημιουργώντας την ανάγκη για τις επιχειρήσεις να ακολουθούν σε αυτούς τους ρυθμούς, αλλά κυρίως να έχουν παρουσία σε αυτά τα μέσα.
7. Κλιματική αλλαγή και βιώσιμη ανάπτυξη
Η κλιματική αλλαγή και το ολοένα εντονότερο ενδιαφέρον του κοινού για το περιβάλλον αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων, καθώς οι καταναλωτές γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και κριτικοί σε σχέση με τη λειτουργία τους. Τα ποσοστά είναι συγκρίσιμα σε Ελλάδα και εξωτερικό σε σχέση με την πρόθεση αγοράς από επιχειρήσεις που λειτουργούν με ηθικό και με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο. Συγκεκριμένα, η πρόθεση αγοράς με κριτήριο την ειλικρίνεια και διαφάνεια των επιχειρήσεων για τον τρόπο λειτουργίας τους καταγράφεται σε ποσοστό 74% στην Ελλάδα έναντι 80% στις ΗΠΑ.
Οι παραπάνω τάσεις λειτουργούν μέσα στο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να αγοράσουν οι πολίτες. Από τη μια πλευρά ο καταναλωτής προσπαθεί να ακολουθήσει πιο υγιεινή διατροφή, αλλά από την άλλη προσπαθεί να εξισορροπήσει τις επιλογές του με το διαθέσιμο εισόδημα που έχει. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μια μειοψηφική αλλά σημαντική μερίδα του κοινού, περί το 40%, είναι διατεθειμένη ακόμα και να πληρώσει υψηλότερη τιμή για προϊόντα που έχουν παραχθεί με προδιαγραφές και διαδικασίες πιο φιλικές προς το περιβάλλον. Πάντα θα υπάρχει ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στα θέλω του καταναλωτή και στις δυνατότητες προσφοράς από τις επιχειρήσεις. Οι οργανισμοί που θα καταφέρουν να λειτουργήσουν κοντά σε αυτήν τη λεπτή γραμμή θα είναι και αυτές που θα αναδειχθούν την επόμενη δεκαετία.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Μ.Τσ.