Οι σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας διέρχονται Συμπληγάδες ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, παρά το γεγονός ότι ως ζήτημα μας απασχολεί στην Ελλάδα με αφορμή όσα συμβαίνουν με το πρόγραμμα των F-35. Το στοιχείο της πολυετούς διάστασης αντικατοπτρίζει τα θεωρητικά διακυβεύματα και τα δομικά χαρακτηριστικά της απομάκρυνσης της Άγκυρας από την Ουάσινγκτον αλλά και της Ουάσινγκτον από την Άγκυρα.
Δεν πρόκειται για μια απλή κρίση η οποία ξεπερνιέται στο όνομα της διατήρησης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η απόκλιση συμφερόντων, η διάσταση στρατηγικών εικόνων και η διάγνωση διαφορετικών απειλών, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της δέσμευσης της Τουρκίας στις ΗΠΑ για μια σειρά από λόγους (αύξηση συντελεστών ισχύος, απίσχναση αντιπάλων, ενδυνάμωση πολιτικού Ισλάμ κτλ.) δείχνουν ότι δεν πρόκειται για εφήμερη κρίση, αλλά για μια νέα κατάσταση όχι διαμορφούμενη αλλά επιχειρούμενη να διαμορφωθεί, κι αυτό γιατί η Τουρκία δεν κατέχει «το γεωπολιτικό μαχαίρι και πεπόνι».
Ευρισκόμενη στο επίκεντρο του αναχωματικού δακτυλίου του Spykman, η Τουρκία αδυνατεί να αποτελέσει διαμορφωτικό παράγοντα και αντιθέτως είναι υποκείμενη στις «σφαίρες επιρροής» των μεγάλων δυνάμεων. Θα της επιτρέψουν οι ΗΠΑ να «φύγει»; Οπωσδήποτε όχι, και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί καν να θυσιάσουν τον βασικό λόγο διάστασης, ήτοι το Κουρδικό. Έχει εναλλακτικές επιλογές η Τουρκία; Δεν φαίνεται να έχει αναλόγως αξιόπιστες εναλλακτικές επιλογές, μιας και με τη Ρωσία είναι γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστικές δυνάμεις και τούτο αποδεικνύεται πραγματολογικά αν εξετάσουμε τη σημασία των Στενών, του Εύξεινου Πόντου, του Καυκάσου ή της Συρίας και για τους δύο.
Είναι βέβαιο ότι ο βαθμός της ενεργειακής εξάρτησης της Άγκυρας από τη Μόσχα δημιουργεί δικλίδες κατά την προσμέτρηση κόστους-οφέλους, αλλά δεν είναι πανάκεια και σίγουρα δεν δύναται να σταθεί εμπόδιο στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των πλανητικών δυνάμεων.
Οι λόγοι της αμερικανοτουρκικής διάστασης και τα όρια της ρωσοτουρκικής σύγκλισης ερμηνεύονται μέσω μιας στέρεα θεμελιωμένης θεωρητικής παράδοσης η οποία, ωστόσο, απαιτείται να είναι διεπιστημονική και πολυδιάστατη, καθώς τα προβλήματα είναι πλέον πολυπαραγοντικά. Προς τούτο, το νέο βιβλίο του γράφοντος, με τίτλο Αμερικανοτουρκικές σχέσεις: Θεωρία συμμαχιών και γεωπολιτική συνεκτίμηση, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα ως άνω ερωτήματα, με αναφορά στην περιγραφική ανάλυση, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας συμμαχιών του Stephen Walt όσο και σε εκείνο της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Θ. Μάζη. Μάλιστα, ο Μάζης προλογίζει το εν λόγω πόνημα αναφέροντας χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων:
«Το βασικό πρόταγμα της αναλύσεως περί της διακρατικής κατανομής ισχύος συνίσταται εις την αποκρυπτογράφηση των –συνθέτων ή απλών– γεωπολιτικών δεικτών διά πολυπαραγοντικής προσεγγίσεως. Τούτο μεθερμηνεύεται ως η επίμονη και άοκνη εστίαση επί διαφορετικών στοιχείων, προσφερόντων τη βέλτιστη συνολική εικόνα περί μίας περιπτωσιολογικής μελέτης ή ενός στρατηγικού φαινομένου […]. Άλλως τε, το φαινόμενο της συγκροτήσεως και της συγκρατήσεως των διακρατικών συμμαχιών άπτεται διεπιστημονικής φύσεως αναγνώσεις και αναλύεται υπό το βάρος και τις προϋποθέσεις ετεροκλήτων μεθοδολογικών πλαισίων, απαραιτήτως εχόντων ωστόσο κοινές κοσμοθεωρητικές βάσεις».
Χωρίς αμφιβολία, το έλλειμμα θεωρητικής τεκμηρίωσης στην ελληνική ακαδημαϊκή συζήτηση έχει οδηγήσει συχνά σε εσφαλμένες κρίσεις και… απορίες. Γιατί οι ΗΠΑ δεν «τιμωρούν» την Τουρκία; Το Ισραήλ θα πολεμούσε στο πλευρό της Ελλάδας για το Αγαθονήσι ή τη Ζουράφα; Πώς είναι δυνατόν ο διακηρυγμένος «ισλαμιστής» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να συνεργάζεται άψογα με τον «χριστιανό ορθόδοξο» Βλαντίμιρ Πούτιν; Στη διεθνή πολιτική απουσιάζουν οι ευθύγραμμες απαντήσεις, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν ευθύγραμμες καταστάσεις. Μπορούμε, όμως, να σταθμίσουμε τα ποσοτικά και τα ποιοτικά δεδομένα με σκοπό να περιγράψουμε την τάση συμπεριφοράς των δρώντων και κατανομής της ισχύος, εξάγοντας πολύτιμα συμπεράσματα τα οποία αφορούν τη σταθερότητα του συστήματος ή τη δημιουργία συνθηκών άνισης ανάπτυξης και αδυναμίας εξισορρόπησης του ηγεμονισμού. Μοναδικός και απαράβατος όρος: η επίκληση στην περιγραφική θεωρία.