Η σύμπλευση πολιτικής και οικονομίας στον πραγματικό κόσμο δεν αποτελεί αντικείμενο κάποιας βαθυστόχαστης μελέτης, συνιστά αναμφισβήτητο γεγονός για το σύνολο των σοβαρών αναλυτών οι οποίοι προτιμούν να περιγράφουν αντί να απευθύνουν ντιρεκτίβες προς τον –αντιμετωπιζόμενο από τους ίδιους ως– «κοσμάκη». Όπως ανέφερε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: «Πίσω από τη μετατροπή της πολιτικής σε οικονομία, όπως την είδαμε να συντελείται στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, διαγράφεται συνεχώς η δυνατότητα πολιτικοποίησης της οικονομίας.
»Αν η οικονομία είναι η επιταγή και η ειμαρμένη των καιρών, τότε η επιδίωξη ισχύος, δηλαδή ο αγώνας για την εδραίωση ή αλλαγή ορισμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, υποχρεωτικά θα ανοίξει το δρόμο της μέσα από την οικονομία».
Ο Ερντογάν δείχνει να έχει κατανοήσει πλήρως το παραπάνω αξίωμα, εν αντιθέσει με το ελληνικό πολιτικό σύστημα το οποίο αρνείται διαχρονικά να εντάξει την οικονομία στη «φαρέτρα» των μέσων επιβίωσης του ελληνικού εθνοκράτους προτιμώντας να την μεταχειρίζεται ως πλαίσιο ικανοποίησης ιδιοτελών κομματικών συμφερόντων. Άραγε δεν υπάρχουν φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής στην Τουρκία; Προφανώς και υπάρχουν, όπως παρατηρούνται και στο σύνολο των κρατών, προηγμένων ή μη. Ωστόσο, το προκείμενο είναι διαφορετικό. Στο τέλος της ημέρας μένει η εκπλήρωση του εθνικού συμφέροντος και η εναρμόνιση σκοπών και μέσων προς την εν λόγω κατεύθυνση, παρά τις ενδεχόμενες παλινωδίες.
Στην Ελλάδα η εξωτερική πολιτική αποτελεί «άθλημα για λίγους αργόσχολους», και είναι πλήρως αποκομμένη από την καθημερινότητα. Τι σχέση μπορεί να έχει ο ΕΝΦΙΑ και το σχέδιο διάσωσης της ΔΕΗ με την ανάγκη διασφάλισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, στη Θράκη, στην Ανατολική Μεσόγειο; Η σχέση είναι προφανώς άρρηκτη, αλλά το οικονομικό πεδίο των δημοσίων πολιτικών αντιμετωπίζεται στείρα ως ένα φάσμα δράσεων για τον πολίτη, εις βάρος του πολίτη και προς άγραν της ψήφου του, δίχως την παραμικρή επιπλέον περίσκεψη.
Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου εσωστρέφειας.
Επί παραδείγματι, είναι έτοιμη η Ελλάδα να επενδύσει (γιατί περί επένδυσης πρόκειται) σε ένα σύγχρονο Ναυτικό, που θα μπορέσει να διαφυλάξει τα δικαιώματά μας στην Ανατολική Μεσόγειο; Είναι διατεθειμένο το πολιτικό σύστημα να προχωρήσει στην εκπόνηση μιας συντεταγμένης ενεργειακής στρατηγικής, όχι με αποκλειστικό ορίζοντα τη δημιουργία 50 ή 100 θέσεων εργασίας στο τάδε χωριό, αλλά την αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας; Όπερ σημαίνει: ανεμπόδιστη πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους σε σταθερές τιμές, από πολλούς παραγωγούς και μέσω πολλών διαφορετικών διαδρόμων (διαφοροποίηση).
Αυτά στην πράξη σημαίνουν ότι η Ελλάδα θα αρνηθεί ακόμη και την άρθρωση της πρότασης συνεκμετάλλευσης, μη δελεασμένη από τα δισεκατομμύρια που θα βρεθούν εύλογα στα πόδια της. Σημαίνουν ότι θα εστιάσει στα σχετικά κέρδη και άρα στο συσχετισμό ισχύος με την Τουρκία, και δεν θα αρκεστεί στην άρον-άρον «κάλυψη δημοσιονομικών τρυπών». Θα λάβει τέτοιου είδους αποφάσεις; Αν ναι, τότε οι θέσεις εργασίας θα είναι χιλιάδες, σταθερές και καλά αμειβόμενες, για να μιλήσω με πιο κατανοητούς όρους.
Αν όχι, θα χάσει και αυτά που έχει, οδηγούμενη στη διεθνή ανυποληψία και στον στρατηγικό μαρασμό.
Στην πορεία για μια στρατηγική μακρόπνοη και αποτελεσματική επιβάλλεται να πληρώσεις, και για να το πράξεις αυτό οφείλεις να καλλιεργήσεις την ανάλογη κουλτούρα στους πολίτες. Μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα έχει γιγαντωθεί μια κουλτούρα κακώς εννοούμενης ευμάρειας, υπό την έννοια ότι αυτή επιδιώκεται με κοντόφθαλμους όρους και μικρόνοες λογικές, κουλτούρα απόρριψης του διακυβεύματος της ασφάλειας και αποθέωσης πραγματολογικά αστήρικτων προτάσεων πολιτικής.