Η γέννηση του περιβόητου λήσταρχου Γιαγκούλα, του φόβου και τρόμου του Ολύμπου, παραμένει άγνωστη, αν και μια πιθανή χρονολογία είναι το 1894. Είδε το φως του κόσμου κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό Μεταξάς, κοντά στα Σέρβια Κοζάνης. Ο θάνατός του στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 υπήρξε ωστόσο επεισοδιακός όσο και ο βίος του, και έγινε πρώτη είδηση.
Ο αμφιλεγόμενος Φώτης Γιαγκούλας, ο άνθρωπος που λέγεται ότι είχε στο ενεργητικό του τόσους φόνους όσες και αγαθοεργίες, αγαπούσε την καλή ζωή, γοήτευε τις γυναίκες και (ευκαιρίας δοθείσης) χλεύαζε και εξευτέλιζε τη χωροφυλακή.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες (εκδ. Μεταίχμιο), «Ο λήσταρχος Φώτης, γνωστός ως Φώτος ή Φώτης Γιαγκούλας […] ξεκινά τη δράση του με ένα “έγκλημα τιμής”, καθώς κατεβαίνει στην Αθήνα και φονεύει έναν υπομοίραρχο που είχε βιάσει μια ξαδέλφη του. Στη συνέχεια “βγαίνει στο κλαρί”, επικηρύσσεται το 1920 και σκοτώνεται σε συμπλοκή με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Έδρασε κυρίως στην περιοχή του Ολύμπου, με φόνους, ληστείες και απαγωγές να καταγράφονται στο ενεργητικό του, ενώ για ένα μικρό διάστημα διέμεινε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε σχέση με κυρία της αριστοκρατίας, φυσικά».
Κατά μία άλλη εκδοχή, στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου ο νεαρός Γιαγκούλας κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από τους συγχωριανούς του, σε μια εποχή πείνας και εξαθλίωσης. Φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Βγαίνοντας πήρε τα βουνά και το δρόμο της παρανομίας.
O θρυλικός λήσταρχος έδρασε την άγρια εποχή του Μεσοπολέμου στον Όλυμπο και στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη. Έστηνε τα καρτέρια του στις κλεισούρες, και με τη συμμορία του ριχνόταν σε ληστείες και απαγωγές. Η ιστορία του, όπως και οι ιστορίες άλλων ληστών και λησταρχαίων της εποχής, κυκλοφορούσαν σε φτηνά αναγνώσματα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τροφοδοτούσαν τη λαϊκή φαντασία. Ίσως, επειδή, όπως λέγεται, με τα κέρδη του βοηθούσε φτωχούς.
Ο Γιαγκούλας ήταν επικηρυγμένος (αντί 600.000 δραχμών, ποσό πολύ υψηλό για την εποχή) και η χωροφυλακή τον κυνηγούσε μανιωδώς.
Για να μπορεί να κυκλοφορεί και να πηγαίνει στις αγαπημένες του ταβέρνες, μεταμφιεζόταν. Συχνά πυκνά δε, καθόταν ακριβώς δίπλα στους χωροφύλακες και τους άκουγε να φλυαρούν για κείνον και να εξυφαίνουν σχέδια για τη σύλληψή του. Μια φορά, φεύγοντας από ένα ταβερνείο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας». Ο εστιάτορας το βρήκε και το έδειξε στους κυνηγούς του. Εκείνοι φυσικά, έγιναν έξαλλοι.
Το γράμμα προς τον αρχηγό της χωροφυλακής
Κάποια στιγμή έφτασαν στα αυτιά του ιστορίες ότι οι χωροφύλακες κακομεταχειρίστηκαν χωρικούς, πρακτική που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη κατά την καταδίωξη ληστών.
Εξοργισμένος, έστειλε στον αρχηγό της χωροφυλακής ένα γράμμα στο οποίο του εξηγούσε (με πολύ γλαφυρό τρόπο) το λόγο για τον οποίον κανένας βοσκός δεν επρόκειτο να τον προδώσει.
Το γράμμα έγραφε τα εξής: «Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερά σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν…».
Η μεγάλη απόδραση
Η πρώτη μεγάλη, επισήμως καταγεγραμμένη, προσβολή προς τις Αρχές ήταν όταν ο Γιαγκούλας απέδρασε σιδηροδέσμιος, μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη για να εκτίσει την ποινή του. Οι Αρχές τον είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, αλλά ο Γιαγκούλας κατάφερε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους.
Η απόδραση έγινε για άλλη μια φορά θέμα στον Τύπο της εποχής, κυρίως εξαιτίας της… τακτικής του: Τους έβαλε να πιουν κρασί, έκανε τον κοιμισμένο, και όταν οι χωροφύλακες όντες ζαλισμένοι αποκοιμήθηκαν, εκείνος πήδηξε έξω από το τρένο.
Με δύο σφαίρες
Ο Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Η συμπλοκή κράτησε οκτώ ολόκληρες ώρες.
Ο Γιαγκούλας και η συμμορία του βρέθηκαν αντιμέτωποι με 27 χωροφύλακες, αγροφύλακες και καταδότες. Επικεφαλής ήταν ο μοίραρχος της χωροφυλακής και ορκισμένος εχθρός του, Ιωάννης Πετράκης. Τελικά, ο Φώτος έπεσε νεκρός με δύο σφαίρες στην κοιλιά. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν επίσης ο συνεργάτης του Πάνος Μπαμπάνης, ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου.
«Στις 26 Σεπτεμβρίου 1925 τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τσαμήτρα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στο ιατροδικαστικό εργαστήριο της οδού Σωκράτους. Και τα τρία διατηρούνταν σε καλή κατάσταση».
Η μαρτυρία για τον αποκεφαλισμό του
Σχετικά με τα όσα ακολούθησαν το θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία: «Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε τον μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου”. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».
Στις τσέπες του βρέθηκε μια ερωτική επιστολή της Μπήλιως. Λέγεται ότι οι ερωμένες του ήταν τουλάχιστον πέντε, παρότι υπήρξε παντρεμένος με συγχωριανή του.
Η περίφημη φονική «Παρδάλα»
Το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με την περίφημη «Παρδάλα» (με την οποία εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Στην «Παρδάλα», τη μαχαίρα του, που είχε αποκτήσει το 1917 και η οποία θεωρείται δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του, είχε χαράξει τα εξής λόγια: «Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Το 1928 η ζωή και η δράση του Γιαγκούλα αποτέλεσαν το θέμα ομώνυμης ταινίας του Κομινάκη, σε μια εμβρυακή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.