Το ερώτημα αν ένας πόλεμος με το Ιράν είναι αναπόφευκτος για τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Ωστόσο, η ορθολογική ανάλυση καταλήγει στο ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποφευχθεί.
Η Ουάσινγκτον πρέπει να απαντήσει στο δίλημμα αν θα καλύψει τις ανησυχίες και τις προσδοκίες των συμμάχων της στην περιοχή του Κόλπου (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κ.ά.) παρέχοντας ασφάλεια στις χώρες αυτές, ή θα επιμείνει στο δόγμα που ανέπτυξε επί Τραμπ να μην εμπλέκεται σε μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις και να ασκεί τις πιέσεις της βασιζόμενη στις οικονομικές κυρώσεις και άλλα μέτρα οικονομικού χαρακτήρα.
Πρόσθετες κυρώσεις δεν θα έχουν παρά ελάχιστα περαιτέρω αποτελέσματα στο Ιράν, και μια χερσαία στρατιωτική επέμβαση στο έδαφος της χώρας, αν και δεν είναι αδύνατη για τον αμερικανικό στρατό, θα έχει οδυνηρότατες επιπτώσεις με πολλά θύματα.
Υπάρχουν βεβαίως και ενδιάμεσες λύσεις (αεροπορικές επιδρομές, αποκλεισμός λιμένων, επιθέσεις κατά συμμάχων του Ιράν κ.ά.), αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα ως προς τον κύριο στόχο.
Ποιος είναι ο κύριος στόχος;
Να ικανοποιηθούν οι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στην περιοχή (ιδίως η Σαουδική Αραβία) από το είδος και τη μορφή της αμερικανικής παρέμβασης, και να σταματήσει το Ιράν να τους προκαλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Πάντως, το κύρος των ΗΠΑ στην περιοχή θα υποστεί σοβαρότατο κλονισμό αν δεν κάνουν τίποτε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος έστειλε τα drone κατά των σημαντικών εγκαταστάσεων διυλιστηρίων της Σαουδικής Αραβίας. Την ευθύνη ανέλαβαν οι Χούτι, οι αντάρτες στην Υεμένη που είναι ευθυγραμμισμένοι με το Ιράν, αλλά σίγουρα θα είχαν υποστήριξη από την Τεχεράνη. Γιατί να το κάνει αυτό το Ιράν;
Γιατί άρχισε να ασφυκτιά από τις οικονομικές κυρώσεις σε βάρος του και από την απομόνωσή του από το συνασπισμό που δημιούργησαν χώρες της περιοχής με βάση τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το Ιράν γνωρίζει καλά πως η πρόκληση προς τη Σαουδική Αραβία είναι πρόκληση προς τις ΗΠΑ, οι οποίες θα αντιδράσουν για να διασφαλίσουν την ασφάλεια του σαουδαραβικού βασιλείου. Και επειδή στην Τεχεράνη πιστεύουν πως θα είναι δύσκολο για την Ουάσινγκτον να εμπλακεί σε πολεμική αναμέτρηση, ελπίζουν πως θα υπάρξει μια συμφωνία που θα χαλαρώσει τις οικονομικές πιέσεις που δέχεται. Εδώ βρίσκεται η ουσία.
Βεβαίως, ενδεχομένως οι Ιρανοί να πιστεύουν πως δημιουργώντας προβλήματα στη ροή πετρελαίου από τις χώρες του Κόλπου θα προκαλέσουν αύξηση της τιμής του προκαλώντας και την αντίδραση των συμμάχων των ΗΠΑ κατά της πολιτικής των κυρώσεων, αλλά η εποχή αυτή παρήλθε. Τα διεθνή αποθέματα και η δυνατότητα παραγωγής των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ μεγάλα ώστε μπορούν να καλυφθούν οι ελλείψεις από τη σαουδαραβική παραγωγή.
Το πιθανότερο σενάριο είναι να μην υπάρξει καμιά αλλαγή στις τιμές του πετρελαίου διεθνώς, όπως φοβήθηκαν αρχικώς οι αγορές, διότι κάτι τέτοιο θα ευνοούσε και τη Ρωσία. Η Ουάσινγκτον δεν το θέλει και θα προσπαθήσει να το αποφύγει.
Το πρόβλημα όμως παραμένει, και θα πρέπει να απαντηθεί: πώς θα ικανοποιήσουν οι ΗΠΑ τους συμμάχους τους στην περιοχή; Διαφορετικά η συμμαχία που επεδίωξαν θα καταρρεύσει.
Γενικώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν προβλήματα στην διαμόρφωση αι ανάπτυξη της μεσανατολικής τους πολιτικής. Στον Κόλπο περιγράφηκαν παραπάνω, στη Συρία ο κυριότερος σύμμαχός τους είναι οι Κούρδοι –η υποστήριξη των οποίων έχει δυσαρεστήσει την Τουρκία–, και στην Ανατολική Μεσόγειο η ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό του Ισραήλ ενδεχομένως να θέσει εκ νέου ορισμένα ζητήματα που θα απασχολήσουν την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η τριμερής Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ βασίστηκε στην πολιτική βούληση του Νετανιάχου και του κατά καιρούς υπουργού του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν.
Δεν είναι σίγουρο μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές αν ο Νετανιάχου θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός.
Αν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, εκείνο που διαφαίνεται είναι μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία θα συμμετέχουν το κόμμα «Λικούντ» του Νετανιάχου, το κόμμα «Γαλάζιο» του πρώην αρχηγού του στρατού Μπεν Γκαντζ, και το κόμμα «Ισραήλ, η πατρίδα μας» του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν. Νετανιάχου και Λίμπερμαν είναι υπέρ της τριμερούς αλλά ο Γκαντζ, που ενδέχεται να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, δεν έχει εκφραστεί επί του θέματος. Πάντως, στον ισραηλινό στρατό, από τον οποίο προέρχεται, υπάρχει παράδοση καλών σχέσεων με την Άγκυρα.
Θα φανεί, λοιπόν, πόσο πιστεύουν στην τριμερή για την ανάπτυξη της πολιτικής τους στην περιοχή οι Ηνωμένες Πολιτείες, ή αν επρόκειτο για μια ευκαιριακή συνεργασία.
Οπότε θα αλλάξουν πολλά.