Τις τελευταίες ημέρες ακούμε απίστευτα πράγματα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια αλλά και από άλλα στελέχη της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, τα οποία προσβάλλουν όχι μόνο τα νοημοσύνη αλλά και το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων πολιτών.
Η πρώτη ουρανομήκης ανοησία –με την πολιτική έννοια– που ακούμε κατά κόρον, είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιβλαβής για τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά θα απαιτήσουμε την πιστή τήρησή της από τους Σκοπιανούς.
Δηλαδή, μια συμφωνία που είναι επιβλαβής, όταν εφαρμόζεται κατά γράμμα δεν είναι λογικό να παράγει αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα;
Η δεύτερη είναι ότι η συμφωνία αυτή δεν ακυρώνεται. Για να ακυρωθεί μια συμφωνία, μεταξύ άλλων, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ένας εκ των δυο υπουργών που υπέγραψαν, έχει χρηματιστεί. Πώς είναι σίγουροι οι της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας ότι δεν έγινε αυτό, τη στιγμή που υπάρχουν και σχετικές δηλώσεις που έγιναν μέσα στο υπουργικό συμβούλιο της Ελλάδας; Το έχουν ψάξει και λένε με τέτοια σιγουριά ότι δεν ακυρώνεται, ή μήπως αυτό τους βολεύει και ίσως αυτό υποσχέθηκαν στη Μέρκελ και σε όσους τα… έδωσαν όλα για να υπογραφεί και επικυρωθεί η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών; Και όχι μόνο τα έδωσαν όλα, διέλυσαν δύο κόμματα στην Ελλάδα, δωροδόκησαν με υπουργικές θέσεις και θέσεις μετακλητών ορισμένους για να την υπογράψουν – ένας από αυτούς και ο Γιώργος Μαυρωτάς, για να μην ξεχνιόμαστε, λίγο ριγμένος αυτός, γιατί αντί για υπουργείο ή βουλευτική έδρα, έλαβε Γενική Γραμματεία. Α, να μην ξεχνιόμαστε, αυτό το τελευταίο, η «αποκατάσταση» Μαυρωτά, όπως και το «δωράκι» στον Μαργαρίτη Σχοινά, υμνητή της Συμφωνία των Πρεσπών, δεν έγινε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ένα άλλο αντεπιχείρημα, στο επιχείρημα «δεν ακυρώνεται», που αναμασούν ως σανό διάφοροι, κυβερνητικοί και μη, για να κρύψουν την απίστευτη υποκρισία τους και την κοροϊδία του ελληνικού λαού.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν θα μπορούσε να περάσει από τη βουλή των Σκοπίων, αν δεν την στήριζαν τα δύο αλβανικά κόμματα. Και για να την στηρίξουν, έλαβαν το μήνυμα από τα Τίρανα και από την Αθήνα.
Από την Αθήνα εκτός από μήνυμα μπορεί να έλαβαν και κάτι άλλο, αλλά αυτό δεν είναι της ώρας.
Αν λοιπόν μια ελληνική κυβέρνηση που πιστεύει πραγματικά ότι η παραχώρηση μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας είναι εθνικό έγκλημα, γιατί δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, επιδιώξει τη στήριξη των Αλβανών αλλά και άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων των Σκοπίων, και οδηγηθούμε σε υπογραφή μιας άλλης συμφωνίας, που θα αντικαθιστά την πατσαβούρα των Πρεσπών, τότε δεν θα έχουμε στην πράξη ακύρωσή της.
Γιατί λοιπόν αφού υπάρχει αυτή η έστω και θεωρητική δυνατότητα, κατηγορηματικά δηλώνουν ο πρωθυπουργός και τα διάφορα πολιτικά ή άλλα παπαγαλάκια ότι δεν ακυρώνεται;
Πάμε τώρα και στα πιο… ήπια.
Το «ισχυρότερο» επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης προεκλογικά δεν δεσμεύτηκε ότι θα ακυρώσει τη συμφωνία, άρα δεν παραπλάνησε τον ελληνικό λαό.
Απορώ πραγματικά ποιοι είναι οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού και τον βάζουν να λέει τέτοια επιχειρήματα!
Όταν προεκλογικά έχει πει ή μάλλον έχει καταγγείλει την προηγούμενη κυβέρνηση ότι υπέγραψε μια εθνικά βλαπτική συμφωνία, που «όπως λένε οι πολίτες, η συγκυβέρνηση αντάλλαξε τη μη περικοπή των συντάξεων με το Σκοπιανό» καθώς επίσης και ότι με τη συμφωνία παραχώρησε μακεδονική γλώσσα και ταυτότητα, που δεν υφίστανται, δεν οφείλει να πει με γενναιότητα στον ελληνικό λαό ότι θα παραμείνει πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης αυτό το εθνικό έγκλημα να αποκατασταθεί πάση θυσία;
Αν κάνει αυτήν τη δήλωση, τότε θα μπορεί να κοιτάξει τον Έλληνα πολίτη στα μάτια. Αν όχι, η στάση του είναι βαθύτατα υποκριτική και θα το βρει μπροστά του πολύ πιο γρήγορα από όσο του λένε οι σύμβουλοί του.
Όμως υπάρχει και ένα άλλο θέμα.
Από τη στιγμή που κάποιος έχει παραδώσει μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα, που όλος ο επιστημονικός κόσμος το γνωρίζει ότι δεν υφίστανται αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός το κατήγγειλε προεκλογικά, δεν έχει υποχρέωση αυτός που το κατήγγειλε να αναζητήσει ποινικές ευθύνες από εκείνους που διέπραξαν αυτό το εθνικό έγκλημα;
Ή μήπως δεν είναι εθνικό έγκλημα να παραδίδεις στους σλάβους μακεδονική εθνότητα και γλώσσα;
Πέστε το μας κι αυτό, να ολοκληρωθεί το μενού της παραπλάνησης και της προδοσίας.
Κύριε πρωθυπουργέ, κύριε Δένδια και κύριοι της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, είναι γνωστό το ρητό που λέει ότι «ένα λάθος δεν διορθώνεται με ένα άλλο λάθος».
Αυτό προσπαθούσε να μας πείσει ότι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Επικαλούμενος τα εγκληματικά λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων στο Σκοπιανό, οι οποίες όμως δεν υπέγραψαν, πάτησε πάνω σ’ αυτά και τα «διόρθωσε» με την κατάπτυστη συμφωνία των Πρεσπών.
Τώρα κάνετε κι εσείς το ίδιο λάθος, με τις γέμουσες πολιτικής ανοησίας δηλώσεις και θέσεις σας για το θέμα. Αλλάξτε τες και μη φοβάστε καμία Μέρκελ και κανέναν Σόρος.
Τα Σκόπια μπήκαν στο ΝΑΤΟ, που ήταν το ζητούμενο για τη Δύση.
Άρα, είναι ειλικρινείς οι Δυτικοί σύμμαχοί μας, αν πραγματικά αυτό ήθελαν και όχι τη δημιουργία «μακεδονικού έθνους» που θα διεκδικήσει στο μέλλον τη μία και μοναδική Μακεδονία, που είναι Ελλάδα, δεν πρόκειται να σας πιέσει κανείς, κυρίως αν επικαλεστείτε το εθνικό συμφέρον και τη βούληση των Ελλήνων πολιτών.
Μην αυταπατάσθε.
Ο ελληνικός λαός μπορεί να νιώθει ότι υπέστη μια ήττα, λόγω της υπογραφής Κοτζιά-Τσίπρα, όμως η στάση του στο θέμα δεν άλλαξε. Αν συνεχίσετε να τον κοροϊδεύετε με επιχειρήματα που τον προσβάλλουν, θα το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι. Όμως τότε θα είναι αργά.
Και μια συμβουλή. Μη νιώσετε την κατακραυγή των πολιτών, δεν αφήνει καλή γεύση. Ρωτήστε γι’ αυτό τους υπογράψαντες του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί από τους οποίους είναι πεταμένοι στον κάλαθο των αχρήστων, όπου θα καταλήξουν και όσοι –με την πολιτική έννοια– χρήσιμοι ηλίθιοι διασώθηκαν.
Μια που βρισκόμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς, πάμε πάλι απ’ την αρχή.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δυνητικά αντικαθίσταται από μία άλλη, άρα ακυρώνεται.
Και μακεδονικό έθνος και γλώσσα δεν υπάρχουν, και αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης αυτό να απαλειφθεί.
Καθαρές κουβέντες.