Το ημερολόγιο γράφει 8 Σεπτεμβρίου 1922 (τότε στην Ελλάδα ίσχυε ακόμα το παλιό, το Γρηγοριανό υιοθετήθηκε έναν χρόνο μετά), και η Ιστορία αρχίζει να γεμίζει με πόνο, ουρλιαχτό και τη Σμύρνη στις φλόγες. Στην προκυμαία εξαθλιωμένοι Έλληνες και Αρμένιοι ψάχνουν απεγνωσμένα τη σωτηρία διά θαλάσσης· έχοντας πάνω τους ό,τι μπόρεσαν να περισώσουν αναζητούν τρόπο να φύγουν από την καιόμενη Σμύρνη.
Μία από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες της Μικρασιατικής Καταστροφής έχει… πρωταγωνιστές έναν Ιάπωνα καπετάνιο (που ακόμα και σήμερα το όνομά του παραμένει άγνωστο), και το πλήρωμά του.
Το εμπορικό πλοίο «Tokei-Maru», φορτωμένο με πανάκριβο μετάξι, δαντέλες και πορσελάνες αξίας χιλιάδων δολαρίων είχε προσεγγίσει το λιμάνι της Σμύρνης. Όσοι είναι πάνω, συγκλονισμένοι από την εικόνα της τραγωδίας, παίρνουν χωρίς δεύτερη σκέψη μια γενναία απόφαση: αδειάζουν τα αμπάρια από το πολύτιμο εμπόρευμα και το πετούν στη θάλασσα.
Το συγκεκριμένο περιστατικό διασώθηκε χάρη και στο τηλεγράφημα που έστειλε ο Τζορτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Το τηλεγράφημα με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1922 γράφει τα εξής: «Ένα γιαπωνέζικο πλοίο πήρε μερικούς πρόσφυγες, και άκουσα πως πέταξε το φορτίο του για τον σκοπό αυτό. Επιβάτες του πλοίου μιλούν για τη συγκινητικά ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος».
Οι πρόσφυγες που επιβιβάστηκαν ήταν 825 Έλληνες και Αρμένιοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά που γλίτωσαν την τελευταία στιγμή και μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.
Σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 15 Οκτωβρίου, η εφημερίδα Atlanta Journal-Constitution γράφει: «Αντίθετα με τις ενέργειες κάθε άλλου πλοίου στη Σμύρνη, αυτό (δηλαδή το γιαπωνέζικο) πήρε κάθε πρόσφυγα για τον οποίο θα μπορούσε να βρει χώρο πάνω στο σκάφος. Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι το οποίο έριξε όλο το φορτίο στη θάλασσα, πήρε τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά».