Μπορείς να πείσεις έναν ορεσίβιο των Ιμαλαΐων ότι είναι απαραίτητο να μάθει να κολυμπάει; Προφανώς όχι, αλλά και καλά κάνει που δεν πείθεται, μιας και δεν το χρειάζεται. Μπορείς να πείσεις έναν διεθνιστή ή κάθε λογής αμετανόητο αδιάβαστο για τη σημασία της «εθνικής ασφάλειας»; Να πειστεί «ψυχή τε και σώματι», όχι ρητορικά για να αρπάξει ορισμένες ψήφους στις επόμενες εκλογές… Επίσης εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα, παρά το γεγονός ότι αυτός το χρειάζεται.
Αυτή την πρόκληση καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σε μια χώρα όπου κυριαρχούν οι ιδεοληψίες και δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να «επινοήσουμε» μια γλώσσα επικοινωνίας όσον αφορά τη χάραξη της στρατηγικής μας.
Και πώς να το καταφέρουμε, όταν η αύξηση της στρατιωτικής θητείας ή η εθελοντική κατάταξη των γυναικών αντιμετωπίζονται ως προτάσεις εκτός πραγματικότητας; Όταν η απάντηση είναι: «Μα γιατί; Η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Πώς να συνεννοηθείς με κάποιον ο οποίος υποστηρίζει ότι «οι εξοπλισμοί συνιστούν μια ιδιοτροπία των Ελλήνων και στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται»; Τι είδους επιχειρήματα να αντιπαρατάξεις, όταν κάποιος θεωρεί «φασίστα» και «εθνικιστή» όποιον αναφέρεται σε όρους όπως «έθνος», «ασφάλεια», «αποτρεπτική ισχύς» και «απειλή»; Πώς να τον πείσεις ότι δεν προτίθεσαι «να πάρεις την Πόλη», ούτε να κάνεις πόλεμο, αλλά επιθυμείς να διαφυλάξεις τα εθνικά δίκαια, και εντέλει την ίδια την ευημερία των πολιτών;
Ποιος είναι ο ρόλος της στρατιωτικής διπλωματίας σήμερα; Ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα σκοπεύει να αποτρέψει, να επιβάλει και να ισχυροποιήσει, μόνο άμα τη ανακοινώσει. Μία δήλωση ή μία κίνηση στη διπλωματική σκακιέρα δημιουργεί προηγούμενα. Συνεπώς, η στρατιωτική ισχύς είναι σημαντικότατη και μόνο επειδή υπάρχει.
Μήπως οι ανήκοντες στο έτερο σύμπαν θεωρούν ότι όλα αυτά είναι «επί χάρτου» ή φανταστικά;
Ας σκεφτούν γιατί οι μεγάλες δυνάμεις δεν είναι πιο αποφασιστικές στο ζήτημα της προστασίας των συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία εντέλει συγκεφαλαιώνονται σε ενεργειακούς πόρους, τουρισμό, αλιεία, και όχι μόνο σε «αποκρουστικές» έννοιες όπως ιστορία, παράδοση, ταυτότητα, γλώσσα.
Τα ανωτέρω τίθενται επ’ αφορμή και της απαρχής –ή της συνέχισης– της συζήτησης περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και άλλων θεσμικών σχημάτων χάραξης εξωτερικής πολιτικής. Η μία συζήτηση αφορά τη δομή του και αν θα είναι υπερκομματικά στελεχωμένο από αδιαμφισβήτητου κύρους προσωπικότητες ή θα αποτελεί ένα όργανο της εκάστοτε κυβέρνησης, του οποίου τα μέλη θα διορίζονται με το ίδιο καθεστώς που υπάρχει σήμερα για τους γενικούς γραμματείς των υπουργείων.
Η άλλη –δευτέρου επιπέδου– συζήτηση σχετίζεται με τη δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ των ίδιων των «προσωπικοτήτων» οι οποίες, παρά το αδιαμφισβήτητο κύρος τους, ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντιληφθούν βασικές έννοιες και παραδειγματικές παραδοχές για το διεθνές σύστημα. Ας μην υπεισέλθουμε σε ονοματολογία, αλλά όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο και είναι αναγνωρίσιμοι, χωρίς όμως να είναι περιγραφικοί και απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες.
Υπάρχουν ορισμένες κεντρικές παραδοχές στη διεθνή θεωρία, οι οποίες αποτελούν τη βάση συζήτησης και συνεννόησης μεταξύ των χαρακτών στρατηγικής στους συνετούς κρατικούς δρώντες: διεθνής αναρχία, κρατοκεντρικό σύστημα, επιβίωση, αυτοβοήθεια, ορθολογικό κριτήριο. Ας φανούμε συνετοί, λοιπόν, μέσα από το νέο θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης εθνικής γραμμής στην εξωτερική πολιτική και στρατηγική συμπεριφορά.