Ο Παναγιώτης Ήφαιστος τονίζει συχνά στα κείμενά του ότι «καλή θεωρία σημαίνει αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή και ερμηνεία της ανθρώπινης κατάστασης. Οτιδήποτε άλλο είναι γνώμες, ασυναρτησίες και προπαγάνδα». Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η διεθνής βιβλιογραφία –συμπεριλαμβανομένης φυσικά της ελληνικής– βρίθει στρατευμένων κειμένων, τα οποία δεν σκοπούν στην περιγραφή, αλλά στην πρόταση πολιτικής με άξονα ιδεολογήματα, απόψεις και ενδόμυχες επιθυμίες ανακύπτουσες ως παιδικές ασθένειες.
Το νέο βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Μάζη, του γράφοντος και της υποψηφίας διδάκτορος του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών Ξανθίππης Δωματιώτη επιχειρεί να αναδείξει ακριβώς αυτά τα διλήμματα επιστημολογικού και μεθοδολογικού στίγματος.
Τιτλοφορείται Νεορεαλιστική προσέγγιση θεωρίας διεθνών σχέσεων και συστημική γεωπολιτική ανάλυση: Συγκλίσεις και αποκλίσεις και προλογίζεται από τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Παναγιώτη Ήφαιστο, στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή.
Δίχως να κρίνω αν το πράττει επιτυχημένα, οφείλω να σημειώσω ότι θέτει επί τάπητος την ανάγκη εύρεσης ενός θεωρητικού μοντέλου ανάλυσης του διεθνούς γίγνεσθαι, το οποίο να μην επιβαρύνεται από στρατεύσεις και γεωστρατηγικές ζυμώσεις. Γιατί αυτό είναι σημαντικό; Όπως σημειώνει ο Ιωάννης Μάζης, αν ζητήσεις από έναν Ιρανό και έναν Ισραηλινό γεωπολιτικό αναλυτή να σου παραθέσουν τα συμπεράσματά τους για τις εξελίξεις στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, εφόσον είναι περιγραφικοί, αξιολογικά ουδέτεροι και επιστημονικά προσανατολισμένοι, θα σου πουν τα ίδια πράγματα.
Η συντεταγμένη θεωρία προσφέρει εργαλεία αποκρυπτογράφησης της κατανομής ισχύος, δίχως επιμέρους φορτίσεις, με αυτό να βοηθά καθοριστικά προς το στόχο του μείζονος διακυβεύματος: την ορθή εκτίμηση και περιγραφή της τάσης.
Όταν αναλύεται ορθά η τάση, τότε διαθέτεις πια όλη την αναγκαία φαρέτρα εργαλείων προκειμένου να φθάσεις στη διατύπωση μιας «καλής πρόβλεψης» στο γεωπολιτικό επίπεδο και μετέπειτα να προχωρήσεις –έστω εκφεύγοντας από το «επιστημονικά ορθό»– στη γεωστρατηγική ως αξιωματούχος ή, εν πάση περιπτώσει, λήπτης αποφάσεων.
Η προσέγγιση των ανωτέρω πραγματοποιείται από ετερόκλητες επιστημονικές γωνίες.
Έχει καταστεί εφικτή μέσω της νεορεαλιστικής προσέγγισης της θεωρίας διεθνών σχέσεων, αλλά και της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης. Ο βαθμός μεθοδολογικής εξέλιξης των δύο συνάδει με την εφικτότητα αποκωδικοποίησης της οντολογίας, αλλά αυτό είναι δευτερεύον, καθώς προέχει η αφετηριακή βάση τους η οποία είναι αυστηρά περιγραφική και ως εκ τούτου επιστημολογικά συνεπής. Το εν λόγω στοιχείο είναι το σημαντικότερο, καθότι δεν είναι αυτονόητο.
Όταν, για παράδειγμα, ένας Έλληνας καθηγητής εκφράζει την πεποίθηση ότι οφείλουμε να υποχωρήσουμε στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, επειδή «μόνο με αυτόν τον τρόπο θα βρούμε την ησυχία μας» από τους Τούρκους, τι σόι επιστημονική ανάλυση εκφέρει; Όταν υποστηρίζει ότι η Ρωσία διαθέτει την ίδια γεωπολιτική βαρύτητα με την Ιταλία, επειδή έχουν περίπου το ίδιο ΑΕΠ; Πόσο «επιστημονική» είναι μια τέτοια διατύπωση;
Αυτά προσπαθεί να αναδείξει το νέο βιβλίο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά με εμφανείς πραγματολογικές προεκτάσεις. Η χώρα μας έχει πληγεί, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, από τη συστηματική καλλιέργεια μιας κουλτούρας της ιδιωτείας, της ατομικής καλοπέρασης και εντέλει της αδιαφορίας για τη συλλογική επιβίωση και ευημερία. Η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος αποτελεί κάτι το εξωτικό, που ακόμη και όταν την θέλουμε, δεν είμαστε διατεθειμένοι να μας κοστίσει το οτιδήποτε. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο παρελθόν, για πολύ λιγότερο σημαντικές προκλήσεις, φθάσαμε εξαιρετικά κοντά στον πόλεμο, ενώ σήμερα στρουθοκαμηλίζουμε αδιαφορώντας για το –άλλοτε ενιαίο– αμυντικό δόγμα… «Σφάξε με, αγά μου, να αγιάσω!»
Αν λοιπόν γνωρίζαμε ότι επιχειρείται μια δραματική ανακατανομή ισχύος στην περιοχή μας η οποία θα επηρεάσει ευθέως τη μοίρα της χώρας (και των ιδιωτών που κατοικούν σε αυτήν!), θα είχαμε αυτή τη στάση; Αν αντιλαμβανόμασταν ότι ο ηγεμονισμός μόνο εξισορροπείται και δεν τιθασεύεται, δεν θα είχαμε υιοθετήσει μια εναλλακτική στρατηγική έναντι της Τουρκίας; Αυτά προϋποθέτουν «καλή θεωρία», η οποία δύναται να αποτελέσει τη βάση μιας αντίστοιχα «καλής» χάραξης στρατηγικής.