Την πρώτη του επίσκεψη ως Έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποιεί στην Κύπρο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μια επίσκεψη η οποία πέρα της εθιμοτυπικής και συμβολικής της φύσης, θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο για μια συντονισμένη πολιτική κοινών στρατηγικών επιδιώξεων Αθήνας-Λευκωσίας.
Αναμφισβήτητα ο κυπριακός ελληνισμός δύσκολα ξεχνά την ηθική υποχρέωση του μητροπολιτικού κέντρου, αφού τα θεμέλια της δημοκρατίας στην Ελλάδα εδραιώθηκαν το 1974 πάνω στα συντρίμμια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όσα χρόνια μετρά η τουρκική κατοχή, τόσο χρόνια μετρά και το ιστορικό χρέος των Αθηνών, το οποίο προέτρεψε πρόσφατα τον Νίκο Κοτζιά να ζητήσει συγγνώμη από τον κυπριακό λαό για τα όσα προδοτικά έπραξε εις βάρος του η χούντα. Είτε ακούσια είτε εκούσια, μαζί με τον ελλαδικό πρωθυπουργικό θώκο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να επωμιστεί το ιστορικό βάρος του ηγέτη του απανταχού ελληνισμού. Καθόλου τυχαίο ότι Κύπριοι δημοσιογράφοι επέλεξαν να καλωσορίσουν τον νέο πρωθυπουργό υπενθυμίζοντάς του και τη σημαντική παρακαταθήκη του Ελευθέριου Βενιζέλου, από την οικογένεια του οποίου κατάγεται. Ο πήχης των προσδοκιών παραμένει ψηλός.
Όμως πέρα των πιο πάνω ηθικών και ιστορικών υποχρεώσεων, ο Κ. Μητσοτάκης οφείλει να θυμάται ότι από τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 απορρέουν νομικές υποχρεώσεις για την Ελλάδα, αφού η Αθήνα ως συμβαλλόμενο μέρος και εγγυήτρια δύναμη υποχρεούται να εγγυάται «την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Κύπρου», της οποίας σήμερα η επιβίωση απειλείται από την Τουρκία. Αφενός η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους του διεθνούς συστήματος αμφισβητείται από την Άγκυρα, η οποία την χαρακτηρίζει ως «εκλιπούσα», αφετέρου η ασφάλεια και η ευημερία των πολιτών της απειλείται από τις 40.000 στρατεύματα που κατέχουν το 37% των κυπριακών εδαφών, αλλά και τον κλοιό που δημιουργείται σταδιακά στα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ της χώρας από τα τουρκικά τρυπάνια και τα πλοία τα οποία τα συνοδεύουν, τα οποία και παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου.
Χθες, από τη Λευκωσία, ο Έλληνας πρωθυπουργός φρόντισε να μας υπενθυμίσει τις σοβαρές προτεραιότητες στην ατζέντα του, τονίζοντας τις αναγκαίες φορολογικές κι άλλες μεταρρυθμίσεις που η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία του ελληνικού κράτους τού επιβάλλουν. Καθόλου συμπτωματικό ότι ο νέος Έλληνας ηγέτης έχει προγραμματίσει μέσα στις επόμενες βδομάδες ταξίδια στη Γερμανία, στην Ολλανδία και τη Γαλλία, σε ένα charm offensive με σκοπό να πείσει για την αξιοπιστία της κυβέρνησής του αλλά και με αντάλλαγμα την εξασφάλιση στήριξης από τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, ως προς τις αλλαγές που προτίθεται να φέρει στο δημοσιονομικό και φορολογικό πλαίσιο και δη την αντανάκλαση αυτών στο πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού κράτους.
Παρ’ όλα ταύτα, οι πρόσφατες γεωπολιτικές συγκυρίες δεν του επιτρέπουν εφησυχασμό ως προς τους σχεδιασμούς ασφάλειας της Ελλάδας.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει το γεγονός ότι οι τουρκικές κινήσεις στην Κύπρο αποτελούν δοκιμασία και για την ίδια, αφού οι ενεργειακές και στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας παραμένουν μεγαλεπήβολες και πέραν της κυπριακής πραγματικότητας. Ο Ερντογάν αρχίζει με την Κύπρο για να καταλήξει στο Καστελόριζο, στη Ρόδο, στη Θράκη ή όπου αλλού θεωρεί ότι τον παίρνουν τα «σύνορα της καρδιάς» και του επιτρέπει η απραξία του αντιπάλου του.
Παραμένει, λοιπόν, στρατηγικά αυτονόητο ότι κοινές απειλές σε κοινό ζωτικό χώρο απαιτούν κοινή αντιμετώπιση. Επιπρόσθετα αυτονόητη και η ωφέλεια συνέργειας σχεδιασμών κοινών συμφερόντων, αναφορικά με την αναθεωρημένη στάση της Ουάσινγκτον στην περιοχή, για την ενδυνάμωση των τριμερών συνεργασιών με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος, για την μετεξέλιξη της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας και για το χειρισμό της γνωστής δυσαρέσκειας της Μόσχας επί όλων αυτών των ζητημάτων.
Η Κύπρος λοιπόν θα πρέπει να σταματήσει να «κείται μακράν», όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι ηθικά, ιστορικά και νομικά απαράδεκτο, αλλά γιατί κάτι τέτοιο εναντιώνεται στο ίδιο το raison d’État, το εθνικό συμφέρον του ελλαδικού κράτους, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία (όσο κι αν η Αθήνα συχνά την κατατάσσει ως πονοκέφαλο χαμηλής προτεραιότητας) λειτουργεί ως ισότιμος εταίρος, μόνιμος σύμμαχος και πολλαπλασιαστής ισχύος της Ελλάδας στη διεθνή και στην ευρωπαϊκή σκακιέρα συμφερόντων.
Αναπόφευκτα, η εμμονή να «κλείσει» το συντομότερο το κυπριακό πρόβλημα για να αποφευχθούν περισσότερα μελλοντικά δεινά για τους Κυπρίους, αλλά και για να απαλλαχθεί η Αθήνα από ένα βαρίδι που διαταράσσει τις σχέσεις της με τη γειτονική της Τουρκία, παραπέμπει σε ιστορικούς συνειρμούς του παρελθόντος. Καυστικά σχολιάζοντας την ανικανότητα του τότε πρωθυπουργού Τσάμπερλεν να αντιληφθεί ότι η επικύρωση των τετελεσμένων της εισβολής του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία από τη Βρετανία θα αποθράσυνε τη Γερμανία να διεκδικήσει περισσότερα παρά λιγότερα, είπε ο Τσόρτσιλ, «ο Χίτλερ αντιλαμβάνεται ότι παρά να αρπάξει όλα τα λάφυρα μονομιάς από το τραπέζι, τον εξυπηρετούμε με το να τον αφήνουμε να τα σερβίρει στον εαυτό του πιάτο με πιάτο». Η Κύπρος, λοιπόν, δεν είναι μόνο το Κυπριακό. Αν η Ελλάδα χάσει σε αυτό το γήπεδο, θα ακολουθήσουν άλλα.
Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου
Διεθνολόγος – Ανώτερη επιστημονική συνεργάτιδα, Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
- Πηγή: huffingtonpost.gr.