Όταν ξεκινούν τα μελτέμια να δροσίζουν τον ακάματο μαστιχοκαλλιεργητή του χιώτικου Νότου, ζυγώνουν οι μέρες μνήμης της Μικρασίας. Γιατί η Μυροβόλος Χίος σεμνύνεται να έχει στους κόλπους της έναν προσφυγικό συνοικισμό που κάποτε πολλαπλασίασε τους ιχθύες και χόρτασαν τα πλήθη των πενήτων, όπως ακριβώς στο θαύμα των Ευαγγελιστών.
Αν το ένα προνόμιο της Χίου είναι η μαστίχα, το άλλο είναι η γειτονία της με τη γη της Ιωνίας.
Για τον Ηλία Βενέζη αυτά τα βουνά, αυτά τα ρημονήσια και οι βράχοι είναι οι ρίζες, η κοιτίδα, η παράδοση του ελληνισμού. Εκεί οι πατέρες μας είχαν μορφώσει ένα ύφος «παλικαρίσιας» ζωής. Αυτά τα νερά είναι η καταγωγική κοιτίδα της ξακουστής χιώτικης ναυτιλίας, εκείνο τον καιρό, τον 19ο αιώνα, ακόμα περιορισμένης στο κοντραμπάντο και το λαθραίο ψευτοεμπόριο: «πήγαιναν δυο-τρεις οκάδες ζάχαρη και καφέ, φέρναν ζωντανά…». Και όταν το ρεύμα της ιστορίας έφερε το κύμα των ξεριζωμένων, κυνηγημένων ανθρώπων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, «τότε οι αρμοί που ήταν έτοιμοι δέσαν τους ανθρώπους απ’ τις δύο όχθες σ’ ένα σύνολο οργανικό, τα αίματα ανακατεύτηκαν με τρόπο γόνιμο – η γη, οι άνθρωποι, η τέχνη, όλα πήραν αέρα αναγεννητικό» γράφει ο Αϊβαλιώτης λογοτέχνης.
Ένα ορόσημο για την ελληνική ψαροσύνη ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή: Σημαίνει το πέρασμα των ψαράδων από τον αλιευτικό μεσαίωνα στην μοντέρνα εποχή. Για πολλούς αιώνες πριν, η πλούσια κληρονομιά της ελληνορωμαϊκής περιόδου σε αλιευτικές τεχνικές και βιβλιογραφία είχε επισκοτισθεί. Όπως δείχνουν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το ψάρεμα με την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σημείωσε καθυστέρηση. Ακόμα και μετά την εθνική απελευθέρωση διατήρησε την πρωτόγονη μορφή αναιμικής βιοτεχνίας με πενιχρή απόδοση. Ξένοι περιηγητές που επισκέπτονται τα νησιά του Αρχιπελάγους μένουν έκπληκτοι απ’ την εντυπωσιακή έλλειψη ψαριών στο διαιτολόγιο των νησιωτών. Αρκετοί θα θεωρήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου «ολιγοτροφική», σε αντίθεση με τις τουρκικές ακτές που οι ντόπιοι τούς λένε πως είναι πλούσιες.
Στη Χίο του 19ου αιώνα, ο Hubert Pernot μνημονεύει σε μια πολύμηνη διαμονή του μόνο μία φορά κατανάλωση ιχθυηρών.
Παρ’ όλη την κακοδαιμονία, που προερχόταν απ’ την εγκατάλειψη των παραλιακών οικισμών λόγω πειρατείας, το ψάρεμα επιβίωνε σε κάποιες κλειστές θάλασσες, όπως στον κόλπο Καλλονής, στη Μυτιλήνη, αλλά και στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Αλλά εκεί ακριβώς που η θάλασσα φαινόταν να δίνει πλούσια τα αγαθά της, ερχόταν μια αρχαία μάστιγα να κάνει τη ζωή ανυπόφορη για τους ψαράδες: Ήταν η ελονοσία. […]
Τι ήταν το ψάρεμα πριν από τον ερχομό των ψαράδων από απέναντι; Ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τον Έλληνα ακτήμονα, τον Έλληνα που δεν διέθετε γη, να σκέφτεται το γιαλό σαν πόρο που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει απ’ το φάσμα της λιμοκτονίας, έστω και προσωρινά.
Όταν πρωτοήλθα στο Πυργί των Μαστιχοχωρίων, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η έμφαση που δίνανε στην λέξη «ποτέ!» όταν ρωτούσα αν το Πυργί είχε ψαράδες.
Το Πυργί, σαν αρχαίο χωριό της βαθιάς Ελλάδας, συνέχισε να διατηρεί την πλατωνική παράδοση της ψαροσύνης ως μιας –μη ελευθέριας– βάναυσης απασχόλησης για απόρους. Η μαρτυρία της αείμνηστης πληροφορήτριάς μου Ειρήνης Κούγιαβλου εδώ είναι εναργής: Σε αντίθεση με το κυνήγι που οι αριστοκρατικές οικογένειες του Πυργίου μπορούσαν να ασκούν ως μια δραστηριότητα κύρους, ισχύος και ευγένειας, το ψάρεμα εξασκούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ανθρώπους ταπεινής καταγωγής.
Μου αναφέρει δύο περιπτώσεις: Έναν που ακρωτηριάστηκε από δυναμίτη όταν πήγε να βγάλει ψάρια για το τραπέζι αρραβώνων συγγενή του, κι έναν μειωμένου καταλογισμού και με τάση για επαιτεία: «Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο γιαλό, για να ρίχνει τις πετονιές για κάνα μουγκρί, να ξεκολλούσε καμιά πεταλίδα, κάναν αχινό…». […]
Κώστας Προμπονάς