Εκμεταλλεύομαι τη θερινή ραστώνη για να επανέλθω έναν χρόνο μετά σε επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα περί της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης, αποφεύγοντας την εστίαση στην επικαιρότητα. Στο κείμενο της 23ης Αυγούστου 2018 είχα αναφερθεί εκτενώς στην ακαδημαϊκή μικροπολιτική, η οποία ζει και βασιλεύει στη χώρα μας, όπως και σε τρία κεντρικά σημεία που φανερώνουν την κατ’ ουσία σύγκλιση της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης με την κλασική διεθνή θεωρία στο οντολογικό επίπεδο.
Εντός του παρόντος θα επεκταθώ στην πτυχή του «συστήματος» και του προτάγματος διερεύνησης της αιτιώδους σχέσης.
Κύριος άξονας τόσο της εισηγμένης υπό τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Μάζη θεωρίας όσο και της «καλής» θεωρίας διεθνούς πολιτικής είναι η οντολογική αναφορά και η αντίστοιχη αποφυγή διατύπωσης προτάσεων πολιτικής. Όπως αναφέρει ο Μάζης, ένας Ισραηλινός και ένας Ιρανός γεωπολιτικοί αναλυτές θα κατέληγαν ακριβώς στα ίδια συμπεράσματα περί της Μέσης Ανατολής αν ακολουθούσαν την επιστημονική μέθοδο. Συνεπώς, κάθε τι συνδεδεμένο με γεωστρατηγικά προτάγματα είναι αναγκαίο για έναν κρατικό αξιωματούχο, αλλά όχι για έναν επιστήμονα.
Η ως άνω βάση συζήτησης είναι κρίσιμη και προκύπτει από συστημικό γνώμονα ανάλυσης. Η απαγκίστρωση της μεθόδου από ιδεολογικά προτάγματα, προκειμένου να καταστεί επιστημονική, δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Πόσες «θεωρίες» κείνται μεταξύ των μεσσιανικών αντιλήψεων περί «επιβολής της δημοκρατίας» έως τις ρομαντικών διαθέσεων πεποιθήσεις περί φεμινισμού; Πόσες ουτοπικές θεωρητικές προτάσεις αναφέρονται σε μια υπερκρατική δικαιοδοσία των διεθνών θεσμών και πόσες υποβαθμίζουν την αξία της ετερότητας και της αυτοδιάθεσης χάριν της οικονομικής «συλλογικής»(!) μεγέθυνσης; Είναι προφανές ότι η συστημική γεωπολιτική και η «καλή» διεθνής θεωρία έχουν αντίπαλο.
Όλα τα προαναφερθέντα οδηγούνται στον κάλαθο όταν η ανάλυση καθίσταται συστημική, δίχως δηλαδή την εξέταση από κάποια πλευρά της ιστορίας, αλλά υπό το βάρος δεδομένων όπως η πολικότητα και η συμπαρομαρτούσα κατανομή ισχύος ή οι αρχές προκύπτουσες μέσω γνώσης της οντολογίας του διεθνούς συστήματος (π.χ. η εργαλειοποίηση του Διεθνούς Δικαίου ή η τάση των ηγεμονικών δυνάμεων να ψιμυθιώνουν τις κατά τα λοιπά ρεαλιστικές προθέσεις τους). Το «σύστημα» προσφέρει ακριβώς το πλαίσιο της αποστειρωμένης ανάλυσης, μέσω του ορισμού των επιπέδων του, των παραγόντων που το συναποτελούν και των δημιουργούμενων αιτιωδών σχέσεων.
Ούτε ο ορισμός αιτιωδών σχέσεων είναι αυτονόητος…
Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει από θρησκοληπτικής ιδιοσυστασίας περιπτώσεις θεωρητικών προτάσεων (π.χ. «το κράτος πρέπει…» ή «οι πολίτες οφείλουν…»). Ποιος καθορίζει μια τέτοια δεοντολογία; Η συστημική γεωπολιτική ανάλυση θα ορίσει τον γεωπολιτικό παράγοντα ο οποίος επιδρά, και έπειτα θα επιχειρήσει να μετρήσει τα αποτελέσματα αυτής της επίδρασης. Με βάση την εν λόγω αιτιώδη σχέση (αίτιο-αποτέλεσμα) εξάγει συμπεράσματα και επιχειρεί πρόβλεψη, όχι για λογαριασμό κάποιου μέρους, αλλά για την πορεία του ίδιου του συστήματος.
Το ίδιο πράττει και η θεωρία διεθνών σχέσεων, δίχως να φθάνει στην πρόβλεψη. Ορίζει την ανεξάρτητη, την εξαρτημένη και την ενδεχόμενη παρεμβαίνουσα μεταβλητή, και αφού διατυπώσει την υπόθεση εργασίας, προχωρά στην εξέταση με βάση τα οντολογικού περιεχομένου αξιώματά της. Ελάχιστες οι διαφορές μεταξύ τους, παρά μόνο στην πρόβλεψη και στην ορολογία. Για την πρώτη η συζήτηση είναι υπαρκτή και στη θεωρία διεθνών σχέσεων, αλλά με φαρισαϊκή επίφαση: «Θα θέλαμε, αλλά δεν μπορεί να γίνει». Κατά τα λοιπά, αν κάποιος επιχειρήσει να εκστομίσει «ας δούμε το ενδεχόμενο να βρούμε έναν μηχανισμό άρσης του θεωρητικού αδιεξόδου», τότε δογματικά τον απορρίπτουμε εις το πυρ το εξώτερον.
Όσο για την ορολογία, όπως θα έλεγε και ο Ιωάννης Μάζης, ας έλεγαν τη θεωρία και «Βασίλη»! Φτάνει να ανταποκρίνεται στα παγκοίνως αναγνωρισμένα επιστημονικά αιτούμενα.