Στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή συντελούνται αυτήν τη στιγμή οι μεγαλύτερες ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών, και ως εκ τούτου έχουν προκύψει και οι μεγαλύτερες γεωστρατηγικές ευκαιρίες. Είναι προφανώς κρίμα που οι εν λόγω τεκτονικές αλλαγές βρίσκουν τη χώρα μας σε κατάσταση «ημικωματώδη» όσον αφορά την παιδεία, το πολιτικό προσωπικό και την οικονομία της (η σειρά δεν είναι τυχαία).
Δύο περίπου χρόνια πριν από την έλευση του μνημονίου, όταν δεν πήγαινε το μυαλό του ανθρώπου στο τι θα ακολουθούσε, μελετούσα ένα επιστημονικό άρθρο ενός Τούρκου οικονομολόγου περί της εμπειρίας των κρατών τα οποία εισέρχονται σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αφού εξέταζε διάφορες περιπτωσιολογικές μελέτες (Τουρκία, Χιλή, Μαλαισία και διάφορες αφρικανικές χώρες), κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία των προγραμμάτων συνδεόταν με την ενεργητική (proactive) εφαρμογή τους, αντί της παθητικής (reactive).
Εξηγούσε, δηλαδή, πως ενόσω η οικονομία «έτρεχε», η δυσκολία μιας χώρας να εγκολπωθεί τη συνταγή έφερνε καθυστερήσεις οι οποίες σήμαιναν επιδείνωση του προβλήματος και τελική αναποτελεσματικότητα των μέτρων.
Όσες χώρες, για εκείνον, εφάρμοσαν δυναμικά το πρόγραμμα και χωρίς παλινωδίες, μπόρεσαν και απέκτησαν γρήγορα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η συνταγή της επιτυχίας δεν σχετιζόταν προφανώς με τη δεκτικότητα των συγκεκριμένων χωρών στις συνταγές του ΔΝΤ, αλλά στην τάχιστη και αποφασιστική εφαρμογή ενός –όποιου– προγράμματος. Απέφυγαν να είναι έρμαια των διεθνών συγκυριών και «πήραν την κατάσταση στα χέρια τους».
Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση της διεθνούς πολιτικής και των γεωστρατηγικών συσχετισμών. Η Τουρκία σχοινοβατεί, νεφελοβατεί, παρουσιάζει απώλεια προσανατολισμού, παραληρεί… Σίγουρα δεν βρίσκεται σε περίοδο κανονικότητας, όσον αφορά τη χάραξη της στρατηγικής συμπεριφοράς της. Έχει περιέλθει σε μια φάση περιδίνησης προσπαθώντας να διορθώσει τα λάθη με άλλα λάθη, και κάνοντας συνεχώς την κατάσταση δυσχερέστερη για την ίδια. Θυμίζει ένα παιδί που προσπαθεί να καλύψει το ψέμα με ένα άλλο, μεγαλύτερο.
Εξάλλου, δεν είναι πρώτη φορά που ένας επίδοξος ηγεμόνας παρουσιάζει παρόμοια εικόνα αυτοκαταστροφής. Τα μεγέθη είναι διαφορετικά, αλλά οφείλω να υπενθυμίσω τον Αδόλφο Χίτλερ. Ανέλυσε (ορθά) τα επιχειρησιακά αίτια της ήττας του Βερολίνου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τονίζοντας στο Ο αγών μου ότι βασικότατο λάθος ήταν το «άνοιγμα δύο μετώπων», ήτοι του ανατολικού και του δυτικού τα οποία «συμπίεσαν» τη Γερμανία και κατακερμάτισαν τις δυνάμεις της. Όπως υπογράμμιζε, στην επικείμενη πολεμική προσπάθειά της η Γερμανία όφειλε να μην επαναλάβει το ίδιο λάθος. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε, και η Γερμανία «άνοιξε δύο μέτωπα»… Όταν, μάλιστα, κλήθηκε να διαχειριστεί την κατάσταση, επιδείνωσε τη θέση της κηρύττοντας τον πόλεμο και στις ΗΠΑ στα τέλη του 1941.
Κλείνω την ιστορική παρένθεση και συνεχίζω στα τρέχοντα. Η Λιβύη παραμένει αποσταθεροποιημένη, με την εμφύλια διαμάχη να την επιστεγάζουν οι προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων (παρεμπιπτόντως και της Τουρκίας). Σε απόσταση αναπνοής από τα νότια παράλια της Κρήτης συντελείται ένας πόλεμος που έχει κινητοποιήσει και την Αίγυπτο, μια χώρα ολοένα και πιο σταθεροποιούμενη αλλά με σημαντικές προκλήσεις στο εσωτερικό της λόγω της δράσης των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Η Συρία είναι ήδη εδώ και χρόνια ένα κράτος στρατηγικά εκμηδενισμένο, ενώ το Ιράν αυξάνει συνεχώς την πίεση και την επήρειά του όπου και όπως μπορεί.
Είναι σωστό να λέγεται ότι στη μέση της προαναφερθείσας κατάστασης βρίσκονται η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, ως φορείς σταθερότητας και ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή. Είναι όμως αναγκαίο να προστίθεται ότι βρίσκονται στη μέση ως ορθολογικοί κρατικοί δρώντες, οι οποίοι (οφείλουν να) αναζητούν παράθυρα ευκαιρίας αποτελεσματικότερης δυνατής διαχείρισης των διλημμάτων ασφαλείας τους.
Η παθητική στάση και η αναμονή τού «μάννα εξ ουρανού» σίγουρα δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Καλά κάνουμε και πανηγυρίζουμε για την αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 ή για τις «κυρώσεις» (αν υπήρχαν και άλλα εισαγωγικά, θα τα έβαζα) της ΕΕ, αλλά πρωτίστως πρέπει να αναλογιστούμε τη δική μας στρατηγική γινόμενοι πιο ενεργητικοί και λιγότερο φοβικοί.