Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο πιο κρίσιμο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Η γενεσιουργός αιτία της κρίσης είναι η στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ να στηρίξουν την ίδρυση του δεύτερου αυτόνομου κουρδικού κράτους στην περιοχή της βόρειας Συρίας –το πρώτο υπάρχει από το 1992 στο Β. Ιράκ–, που σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της Άγκυρας θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην ίδρυση τρίτου αυτόνομου κουρδικού κράτους, στην επικράτεια της Τουρκίας αυτήν τη φορά.
Η εκτίμηση αυτή είναι που ώθησε πρώτα τα βαθύτερα στρώματα του τουρκικού κράτους στην αναζήτηση ερεισμάτων στη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, τη λεγόμενη Ευρασία, τα οποία συμπαρέσυραν και τον Ερντογάν στην επιλογή αυτήν.
Ο Ερντογάν ξεκίνησε τον «εκβιασμό» των ΗΠΑ με δηλώσεις «ή με αυτούς ή με εμάς», εννοώντας τους Κούρδους, ξεχνώντας προφανώς ποιος είναι η υπερδύναμη και απειλώντας ότι θα στραφεί προς τη Ρωσία.
Στη συνέχεια, όταν ο εκβιασμός δεν έπιασε, αναγκάστηκε να κάνει πρακτικά βήματα προς τη Ρωσία.
Όταν τον Αύγουστο του 2016 οι Κούρδοι, με την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ, κατέλαβαν την Ιεράπολη και ήταν θέμα λίγων ημερών να ενώσουν τα καντόνια του Κομπάνι και του Αφρίν σχηματίζοντας τον περιβόητο «Κουρδικό Διάδρομο», που αφαιρεί μεγάλο μέρος της γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας και βγάζει τους Κούρδους στη Μεσόγειο, η Τουρκία έδωσε «γην και ύδωρ» στη Ρωσία για να πάρει την άδεια και να εισβάλει στο έδαφος της Συρίας. Ήταν η επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», που ξεκίνησε λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Ιεράπολης και έγινε με σκοπό να κόψει το διάδρομο στη μέση.
Μετά, τον Ιανουάριο του 2018, δίνοντας και πάλι «γην και ύδωρ» στη Ρωσία, πήρε την άδεια να εισβάλει στο Αφρίν, με την επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας».
Όσο για το «γην και ύδωρ» που έδωσε η Τουρκία στη Ρωσία, σύμφωνα με εκτιμήσεις της κουρδικής πλευράς ήταν η απόσυρση από το Χαλέπι των τζιχαντιστών που υποστηρίζονταν από την Τουρκία, η σταδιακή απόσυρση και από το Ιντλίμπ και η υπογραφή συμβολαίου για τους S-400.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, αν οι ΗΠΑ υπαναχωρούσαν και έδιναν στην Τουρκία τον έλεγχο της «Ζώνης Ασφαλείας» που σχεδιάζουν να δημιουργήσουν στη βόρεια Συρία, τότε οι S-400 δεν θα έφταναν ποτέ στην Τουρκία, όποιες και να ήταν οι αντιδράσεις της Ρωσίας.
Όμως οι ΗΠΑ επιμένουν, και στο σημείο που φθάσαμε, είναι αναγκασμένος να επιμένει και ο Ερντογάν.
Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον είχε στείλει στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού επιστολή στην οποία εξέθετε τις απόψεις του για τις μεγάλες περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο κυπριακό έδαφος, και στην ουσία απαιτούσε από την Άγκυρα να σταματήσει την επιχείρηση απόβασης στην Κύπρο, που είχε αποφασίσει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας.
Στις 6 Ιουνίου 2019 ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πάτρικ Σάναχαν απέστειλε επιστολή στον Τούρκο ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ, με την οποία τον προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα έχει η Τουρκία αν επιμείνει στην αγορά και παραλαβή των S-400, μεταξύ των οποίων και η αποβολή της από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35, δίνοντας μάλιστα χαρακτήρα τελεσίγραφου στην επιστολή, αφού ορίζει και χρονικό όριο για τη λήψη της σχετικής απόφασης από την τουρκική κυβέρνηση, την 31η Ιουλίου 2019.
Την Τετάρτη 12 Ιουνίου ανακοινώθηκε ότι είχαν τηλεφωνική συνομιλία οι υπουργοί Άμυνας των ΗΠΑ και της Τουρκίας, χωρίς να ανακοινωθεί το περιεχόμενο της συνομιλίας τους.
Την ίδια μέρα ο Ερντογάν δήλωσε ότι δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της παραγγελίας, γιατί η Τουρκία έχει ήδη αγοράσει τους S-400.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν συναντάται με τον συνεταίρο του στην κυβέρνηση, πρόεδρο του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, χωρίς να έχει ανακοινωθεί αν το θέμα της συνάντησης είναι οι S-400.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, στη συνάντηση με τον Γάλλο ομόλογό του, που επισκέπτεται την Άγκυρα, αφού επέκρινε την υποστηρικτική στάση της Γαλλίας στο θέμα των Κούρδων της Συρίας (YPG), επανέλαβε ότι η Τουρκία έχει προτείνει στις ΗΠΑ τη σύσταση Ομάδος Εργασίας, πρόταση που είχε δεχτεί ο πρόεδρος Τραμπ αλλά απέρριψαν οι άλλοι φορείς του αμερικανικού κράτους. Επίσης δήλωσε ότι «ετοιμάζουμε απάντηση στην επιστολή που λάβαμε. Κανείς δεν μπορεί να δίνει τελεσίγραφα στην Τουρκία».
Πάντως, αν και υπάρχουν κάποιες έστω και μικρές πιθανότητες να βρεθεί ενδιάμεση λύση στο θέμα, που θα περισώσει ό,τι είναι δυνατόν να περισωθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι η Τουρκία τεντώνει το σχοινί σε σημείο που υπάρχει κίνδυνος αυτό να σπάσει και να περάσουμε πλέον στο σημείο χωρίς γυρισμό.
Και αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει τη Λευκωσία και την Αθήνα, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα αλλάξουν πολλά, αν όχι όλα.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο Ερντογάν αναχωρεί σήμερα για την Ντουσαμπέ του Τατζικιστάν, όπου στις 14-15 Ιουνίου θα πραγματοποιηθεί η 5η Σύνοδος Κορυφής των χωρών που συμμετέχουν στη Διάσκεψη Δράσεων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης των Χωρών της Ασίας (Conference on Interaction and Confidence Building Measures in Asia – CICA), όπου, σύμφωνα με τη Yeni Şafak, που πάντα απηχεί τις απόψεις Ερντογάν, «η Τουρκία, η Κίνα, η Ρωσία, το Πακιστάν και το Ιράν θα δώσουν μια ισχυρή απάντηση στις ΗΠΑ, που έχουν μετατραπεί στη μεγαλύτερη απειλή για τον πλανήτη».
Πάντως, ενώ συνεχίζεται η συνάντηση Ερντογάν-Μπαχτσελί και ενώ o τουρκικός Τύπος ανέφερε ότι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, συνομίλησαν και πάλι τηλεφωνικά οι Σάναχαν-Ακάρ, χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της συζήτησης, ο στρατός της Συρίας βομβάρδισε με πυρά όπλων το υπ’ αρ. 10 Παρατηρητήριο της Τουρκίας στα νότια της περιφέρειας Ιντλίμπ, τραυματίζοντας τρεις Τούρκους στρατιωτικούς. Η ενέργεια αυτή, που είναι αδιανόητο να έγινε ερήμην των Ρώσων, μπορεί να εκληφθεί και ως προειδοποιητική βολή για την περίπτωση που η Τουρκία σκέφτεται να υπαναχωρήσει μέσω μιας «μέσης λύσης» στο θέμα των S-400.
Αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν «μεταξύ σφύρας και άκμονος»…