«Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιω. 14,15), λέει ο Κύριος. Η τήρηση των εντολών του Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί προϊόν καταναγκασμού∙ είναι ελεύθερη επιλογή και εσωτερικός αγώνας. Στο απλό –αλλά πυκνό σε νόημα– εκφραστικό αυτό σχήμα ο Σωτήρας Χριστός συνδέει μονοσήμαντα την τήρηση των εντολών Του με την αγάπη προς Αυτόν. Η νοηματική αυτή σύνδεση, βέβαια, λειτουργεί αμφίδρομα. Η αγάπη στον Χριστό αποτελεί κίνητρο και προϋπόθεση για την τήρηση των εντολών Του. Αντιστρόφως, η τήρηση των εντολών αποτελεί τη μοναδική απόδειξη της αγάπης σε Αυτόν.
Μας αναγκάζει έτσι να ξεχωρίσουμε την όντως αγαπητική σχέση μας με Αυτόν (ως τελικό και υπέρτατο στόχο) από τα λεκτικά σχήματα και την όποια σημειολογία μετερχόμαστε για να Του εκφράσουμε την αγάπη μας.
Η επίγνωση αυτή μάς προστατεύει από την πώρωση της υποκρισίας και τον ψευδεπίγραφο εφησυχασμό που οδηγεί κατευθείαν στην απώλεια. Το δίπολο της εκζήτησης της αγάπης του Χριστού και της τήρησης των εντολών Του ενέχει δυναμική και συνεχή κίνηση μεταξύ των δύο πόλων.
Η νομοτελειακή για τον πτωτικό άνθρωπο απόκλιση από τις εντολές του Κυρίου, δηλαδή η αμαρτία, κλονίζει την αγαπητική σχέση με Αυτόν. Ο κλονισμός αυτός επιφέρει αγωνία για αποκατάσταση της σχέσης, μετάνοια κι εντονότερη εκζήτηση της αγάπης με πιο επίπονη άσκηση της τήρησης των εντολών. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός μας κινητήρας: με αυτήν τη συνεχή και έμπονη αμφίδρομη κίνηση. Με το καύσιμο της μετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, παρέχεται και η ενέργεια για την υπερνίκηση της σαρκικής βαρύτητας του κόσμου και την πνευματική ανόρθωση του ανθρώπου. Έπειτα απ’ αυτό, αναλαμβάνει η άμετρη αγάπη του Θεού κι η Χάρις Του, για να τελειωθεί, για να πληρωθεί η αγάπη προς Αυτόν. Τότε κι η τήρηση των εντολών Του γίνεται ευκολότερη∙ επέρχεται ως φυσικό επακόλουθο.
Η τήρηση των εντολών, λοιπόν, ως φυσικό απότοκο της σύμπνοιας με το θέλημα του Θεού, τεκμαίρει εμπράκτως την αγάπη προς Αυτόν. Τότε προκύπτει και η πίστη, όχι απλώς ως αναγνώριση της ύπαρξής Του, αλλά ως απόλυτη εμπιστοσύνη. Στο τέλος όλα γυρνούν γύρω από την αιτιοπαθογένεια των πτώσεων του Εωσφόρου και του ανθρώπου. Και οι δύο χαρακτηρίζονται από παραβίαση της εντολής του Δημιουργού, εξαιτίας έλλειψης εμπιστοσύνης προς Αυτόν και αλαζονική ιδιογνωμία. Χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη Χριστού∙ και χωρίς αυτήν, το άκτιστο ιλαρό φως της Αγίας Δόξης γίνεται «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29).
Είναι απολύτως θεμελιώδες να δείχνει ο χριστιανός στη ζωή του εμπράκτως ότι αποκηρύσσει το πνεύμα των δύο ιστορικών πτώσεων.
Ως εμβληματική υπενθύμιση του κακοήθους αυτού πνεύματος προσφέρεται και το παράδειγμα του Ιούδα που προδίδει και παραδίδει τον ένσαρκο Υιό και Λόγο του Θεού. Ο αυτόπτης μάρτυρας της θεϊκής δύναμης, ο αυτήκοος μάρτυρας της θεϊκής σοφίας δεν εμπιστεύεται τον Κύριο. Χαράσσει τη δική του στρατηγική, στήνει το δικό του διπλωματικό παιχνίδι και ιδιογνωμεί εμπιστευόμενος τον δικό του λογισμό. Αντίθετα, ο Χριστός υπακούοντας στην εντολή του Πατέρα «σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8).
Είναι τόσο εύληπτο, τόσο ξεκάθαρο πια το ζήτημα, που δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την παραμικρή δικαιολογία. Υπάρχουν πολλές δοκιμασίες μέσα στη ζωή που μας παρουσιάζονται ως ευκαιρίες, για να δείξουμε εμπράκτως ότι αποτασσόμεθα την πτωτική νοοτροπία. Κι όμως, τανύζουμε τις εντολές του Κυρίου σαν λάστιχα, για να τις φέρουμε με κουτοπονηριές στα μέτρα μας επιλέγοντας να εμπιστευτούμε κοσμικά συστήματα εξουσιών και όχι την πρόνοια του Θεού. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στην προσωπική μας ζωή, αλλά δυστυχώς και στη ζωή και τη δράση της Εκκλησίας μας.
Εδώ έγκειται το σημείο κλειδί στην παθογένεια του φαινομένου που περιγράφεται ως εκκοσμίκευση της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία και τα μέλη της ζουν, ενεργούν, αγωνίζονται και λειτουργούν μέσα στον κόσμο. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μας ως φορέας τής όντως αλήθειας δεν είναι κανένας σχολαστικός και νομικίστικος οργανισμός, αλλά σώμα Χριστού∙ πνευματοφόρο ιατρείο ψυχών και σωμάτων, οδός σωτηρίας∙ «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Με την ασφάλεια του ενεργούντος Παρακλήτου οι Άγιοι της Εκκλησίας μας χρώμενοι των χαρισμάτων που καλούνται προορατικό και διορατικό, αλλά –προπάντων– αυτό της διακρίσεως, έχουν τη θεόδοτη εξουσία να κινηθούν στο χώρο της λεγόμενης «οικονομίας». Στο χώρο αυτόν, με την ασφάλεια της προόρασης μιας σύμφωνης με το θέλημα του Θεού έκβασης για σωτηρία μίας ή περισσότερων ψυχών, μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά και κατά περίπτωση η εφαρμογή κάποιου κανόνα – που δεν σχετίζεται δα και με κανένα θανάσιμο αμάρτημα.
Στο μεγάλο νοσοκομείο που λέγεται Εκκλησία, τέτοια πράγματα μπορούν να κάνουν μόνο οι γιατροί, ήγουν οι Άγιοι. Οι υπόλοιποι, λαϊκοί και κληρικοί που δεν είμαστε Άγιοι, δεν είμαστε γιατροί. Ανεξαρτήτως του αξιώματός μας είμαστε μάλλον ασθενείς που ψάχνουμε γιατρειά. Ας μην προφασιζόμαστε, λοιπόν, ανευλόγητα και χωρίς τη συμβουλή των Πατέρων τα «κατ’ οικονομίαν» και τις δήθεν αγαθές μας προθέσεις, για να παραβιάσουμε βάναυσα εντολές του Κυρίου κάνοντας κολεγιές με διάφορων ειδών κοσμικές εξουσίες. Έτσι διαπνεόμαστε όχι απλώς από κοσμικό, αλλά από πτωτικό φρόνημα.