Σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης περί διεθνούς πολιτικής είναι η διεθνής αναρχία, ήτοι η παραδοχή σύμφωνα με την οποία απουσιάζει μια ρυθμιστική αρχή στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων, και προς τούτο οι μονάδες (τα κράτη) είναι οι μοναδικές διαμορφωτικές συνιστώσες.
Όπως αναφέρει ο Τόμας Χομπς:
«Οι έννοιες του Σωστού και του Λάθους, της Δικαιοσύνης και της Αδικίας δεν έχουν καμία θέση… Επακόλουθο επίσης της ίδιας κατάστασης είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία ξεχωριστή Ιδιοκτησία, Κράτος ή Δικό μου και Δικό σου, αλλά μόνο να ανήκει σε κάθε άνθρωπο αυτό που μπορεί να αποκτήσει και για όσο μπορεί να το κρατήσει στην κατοχή του».
Στον αντίποδα της διαλεκτικής περί της δομής του διεθνούς συστήματος αναλύεται η εσωτερική δομή, η οποία χαρακτηρίζεται από ιεραρχήσεις. Υπάρχει λογοδοσία και οι σχέσεις είναι καθετοποιημένες. Εντός του κράτους, αν κάποιος διαπράξει μια παρανομία, συλλαμβάνεται από τα όργανα επιβολής της τάξης που είναι τα μοναδικά δυνάμενα να ασκούν βία υπό όρους, και οδηγείται στη Δικαιοσύνη η οποία επιβάλλει κυρώσεις προς σωφρονισμό του παραβάτη και παραδειγματισμό των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας.
Η αντίθεση μεταξύ διεθνούς αναρχίας και εσωτερικής ιεραρχημένης δομής στοιχειοθετείται μέσω του φορέα-κατόχου των συντελεστών ισχύος, και ως εκ τούτου μέσων επιβολής. Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων οι αλλαγές είναι ελάχιστες στο πέρασμα των αιώνων. Τα κύρια σημεία παραμένουν σταθερά, καθώς το ζήτημα της κατανομής των πόρων και της αβεβαιότητας για τις προθέσεις του άλλου δεν έχουν καταστεί διαχειρίσιμα.
Στο ενδοκρατικό επίπεδο η συζήτηση είναι τελείως διαφορετική.
Η εμπέδωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η δημιουργία θεσμών και η διάκριση των εξουσιών έχουν ενισχύσει τις προϋποθέσεις σεβασμού των δικαιωμάτων του πολίτη. Με άλλα λόγια, η ιεραρχημένη δομή παραμένει, χωρίς όμως την εκδοχή της δεσποτείας. Το σύστημα εμπεριέχει μηχανισμούς αυτοελέγχου και αυτοκάθαρσης, ιδιαιτέρως στις δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης.
Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, στο αμερικανικό παράδειγμα, βλέπουμε συχνά την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία συχνά να συμπλέκονται. Δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο επιβολής (ή λ.χ. ορισμού των δικαστικών λειτουργών), αλλά υπάρχει ένα σύστημα εσωτερικής ισορροπίας του φόβου «που φυλάει τα έρμα». Έχουμε, δηλαδή, την εκτελεστική εξουσία να παρεμβαίνει ευθέως, αλλά έχουμε ταυτόχρονα και άλλους φορείς εξουσίας οι οποίοι δύνανται να δημοσιοποιήσουν, να ελέγξουν και να ακυρώσουν (checks and balances).
Στην Ελλάδα έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό, το οποίο προσομοιάζει περισσότερο στην κατάσταση της διεθνούς αναρχίας. Υπό μία έννοια, οι αναρχικοί των Εξαρχείων μπορούν να αισθάνονται δικαιωμένοι!
Το πολιτειακό μοντέλο είναι ευδιάκριτα «πρωθυπουργοκεντρικό» μετά τις παρεμβάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, δεν προβλέπονται θεσμικοί φορείς ελέγχου και ακύρωσης (λ.χ. Γερουσία ή Συνταγματικό Δικαστήριο), και ταυτόχρονα κυριαρχεί «το δίκαιο του ισχυρού» δηλαδή η λογική ότι «ο νικητής τα παίρνει όλα» και «ο ηττημένος σέρνεται στα Ειδικά Δικαστήρια» ή στη Νυρεμβέργη.
Νά ένα θέμα για μια μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Ή μήπως είναι «ψιλά γράμματα»;… Ενδεχομένως να μας καλλιεργείται συστηματικά η εντύπωση ότι είναι «ψιλά γράμματα», μιας και οι μοναδικοί φορείς κινητοποίησης των ανθρωπίνων μαζών σήμερα είναι τα πολιτικά κόμματα, τα οποία δόμησαν και εξυπηρετούνται από την ύπαρξη αυτού του συστήματος εξουσίας.