Όπως περπατούσα στην πανεπιστημιούπολη, μια φορά, σαν κάτι να μ’ άρπαξε και βγήκα απ’ τον εαυτό μου. Κι αρχίνησα να βλέπω με κάτι άλλα μάτια –πολύ εποπτικά– πλήθος τα νεαρά παιδιά. Φοιτητόκοσμος με βιβλία, τετράδια, με τσάντες στους ώμους πήγαινε κι έρχονταν ολόγυρα∙ πετούσαν παιδιά σαν πουλάκια γύρω μου μυριάδες τιτιβίζοντας. Κοντοστάθηκα… «Εγενόμην εν πνεύματι εν τη [εκείνη] ημέρα» (Αποκ. 1,10) και σηκώθηκε ενδιαθέτως στο είναι μου μέγας ο του Μεγάλου Βασιλείου λόγος: «είδε το Πνεύμα το άγιον δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων, και δια το προς ηδονήν επιρρεπές του ορθού βίου καταμελούντας ημάς». Έκοψε την καρδιά μου στα δύο ο λόγος του Αγίου.
Ως μάχαιρα γλυκεία με έκοψε∙ κι οι οφθαλμοί μου αναλύθηκαν σε δάκρυα ποταμηδόν. «Πού πάτε βρε κακόμοιρα, πού πάτε βρε καημένα;». «Πώς το λένε το σχολείο που πήγατε; Σε ποια σχολή πάτε τώρα;».
«Μα δεν το ξέρετε κύριε; Όλα τα σχολεία, όλα τα πανεπιστήμια, όλες οι σχολές στη χώρα έχουν πια το ίδιο όνομα», μου απάντησε ένα αγόρι με μάτι νυσταγμένο, εκφέροντας το λόγο του βαριά κι αργόσυρτα. «Μπα; Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησα. Κούνησε το χέρι μπροστά από το πρόσωπό του αργά λες κι έδιωχνε κάποιο έντομο, κι έφυγε. Αναρωτήθηκα αν με χαιρέτησε ή με αποδοκίμασε που δεν ξέρω κάτι πασίγνωστο…
Απότομα εμφανίστηκε από πίσω, πάνω και αριστερά μου μια νεαρή φοιτήτρια. Ψηλή, αδύνατη σαν σκιάχτρο, και νευρικιά. Μού μίλησε γρήγορα, κοφτά. «Rubra saxa [σ.σ. κόκκινοι βράχοι] επί της δεξιάς όχθης του Τίβερη πάρα τη γέφυρα την καλουμένη Μουλβία∙1 νά, έτσι ονομάζονται όλα!». «Μα τι λες παιδί μου; Τι μακρυνάρι όνομα είναι αυτό; Απολύτως ακατάλληλο για ιδρύματα εκπαιδευτικά…». Έφυγε κι αυτή κάνοντας την ίδια χειρονομία με τον φοιτητή∙ πολύ πιο γρήγορα και νευρικά από αυτόν. Ίσως το έντομο μπροστά στο δικό της πρόσωπο να ήταν πιο επιθετικό, σκέφτηκα…
Κι ύστερα μού ’κοψε… «Περίμενε!», φώναξα. Αλλά είχε φύγει γρήγορα, πέταξε το πουλάκι. Πετάνε ολόγυρα τα πουλάκια, δεν στέκεται κανένα. «Σταθείτε να σας πω! Είναι ο Μαξέντιος εδώ με το στρατό του! Είναι αυτός ο διεφθαρμένος παντού με τις λεγεώνες του! Σταθείτε!». «Ξέρω τι πρέπει να γίνει… Σχεδίασε στο εξώφυλλο του βιβλίου σου το μονόγραμμα! Σκάρωσέ το πάνω στο σάκο που κουβαλάς! Επίκειται μάχη, σταθείτε! Εν τούτω νίκα, παιδιά… σταθείτε!». Δεν ακούει κανένα τους. Πού πάνε έτσι ζαλισμένα; «Άγιε μου Κωνσταντίνε βάλε το χέρι σου… Πού είσαι;».
Τότε τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο.
Καθόταν αραχτός σ’ ένα θρονί απάνω.2 Επιβλητικός, αρχοντικός, πολεμικότατος, κάπως σκεφτικός, αλλά όχι στενοχωρημένος∙ αμίλητος. Είχε το σπαθί στ’ αριστερό του χέρι. Δεν το κρατούσε σηκωμένο∙ η μύτη του σπαθιού ήταν καρφωμένη στο χώμα κι αυτός το κρατούσε από πάνω, από τη σφαίρα στην άκρη της λαβής με το χέρι του σε χαλαρή έκταση. Έπαιζε. Το ’στριβε μισή στροφή επιτόπου και το κοιτούσε. Κι ύστερα πάλι σβούρισμα. Άλλη μισή στροφή και κοίταγμα στο ίδιο πάντα ύψος. Εκεί που η μακριά πλατιά λεπίδα συναντά τον προφυλακτήρα του χεριού και τη λαβή σχηματίζοντας σταυρό.
Το δεξί του χέρι ήταν απλωμένο δίπλα, σε άνετη στάση. Ο βραχίονάς του ακουμπισμένος πάνω στο μπράτσο του θρονιού και το υπόλοιπο χέρι χαλαρά μισοκρεμασμένο με την παλάμη κάπως ανοικτή. Τα δάχτυλα προς τα κάτω λάμβαναν σήματα από τις δονήσεις της γης. Νομίζω πως όσο έπαιζε δήθεν αδιάφορος και χαλαρός με το σπαθί στ’ αριστερό του χέρι, με τ’ ακροδάχτυλα του δεξιού έπαιρνε πληροφορίες από τη γη και μάθαινε τι γίνεται στον κόσμο. «Θα βοηθήσεις; Ξέρεις τι γίνεται στην Ελλάδα; Στην Πόλη σου ξέρεις τι γίνεται; Θες να πεις στα παιδιά να φτιάξουν απάνω στα σχολικά τους του Χριστού το μονόγραμμα;».
«Δεν θα σας μιλήσει κύριε», είπε η μία από τις δύο νεαρές κοπέλες που εμφανίστηκαν. Στάθηκαν εκατέρωθεν δίπλα μου χωρίς να με κοιτούν∙ κοίταζαν μπροστά τον Άγιο. «Η ελληνική παιδεία έχει εκτραπεί κατά πολύ της ευλογημένης αποστολής της», είπε η άλλη. «Είμεθα διδασκάλισσες και εις θέσιν να κρίνουμε. Εξ αριστερών σας η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Εγώ ονομάζομαι Αγγελική Φιλιππίδου»3.
«Χαίρω πολύ… αλλά…», ψέλλισα. «Δεν θα σας μιλήσει!», με διέκοψε.
«Η ελληνική νεολαία στερείται ύδατος ζώντος και μαραζώνει, αλλά οι ολίγιστοι της πνευματικής σας ηγεσίας που δήθεν αντιλαμβάνονται, αντιδρούν χλιαρώς ή δεν αντιδρούν καθόλου», ακούστηκε αυστηρά η φωνή από τ’ αριστερά μου∙ ο Μέγας μπροστά έφερε μια βόλτα το σπαθί. «Οφείλετε να αντισταθείτε σθεναρώς στους διαφθορείς!», ακούστηκε εκ δεξιών. Φρρρστ… κι άλλη γύρα το σπαθί.
«Μας λεν ακραίους, συντηρητικούς, οπισθοδρομικούς», δικαιολογήθηκα. «Τι θα πει σθεναρώς; Και η πολιτική ορθότης;», συνέχισα. Γλυκιά κι ειρωνικά συγκαταβατική ήρθε η απόκριση: «να πείτε σε όσους ανήκουν στον ευρύτατο κύκλο των παραφθορέων της ελληνορθόδοξης παιδείας, ότι είναι καλύτερα να δέσουν μια μυλόπετρα στο λαιμό τους και να φουντάρουν στη θάλασσα.4 Πώς σας φαίνεται αυτό από απόψεως πολιτικής ορθότητος; Γνωρίζετε ποιος το είπε;». «Γνωρίζω…», ψιθύρισα.
____
1. Περιοχή της μάχης των στρατών Μ. Κωνσταντίνου και Μαξεντίου (312 μ.Χ.).
2. Βλ. άγαλμα Μ. Κωνσταντίνου στο προαύλιο του καθεδρικού ναού της πόλεως York του Η.Β.
3. Ηρωικώς πεσούσες δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα.
4. Ματθ. 18,6.