Στιγμές σαν αυτές που ζούμε τις μέρες αυτές είναι πραγματικά ιερές, αφού έχουμε να κάνουμε με μια μαύρη επέτειο, αυτήν της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην μαρτυρική Αμισό για να ξεκινήσει η δεύτερη και σφοδρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Για να ξέρουμε το ιστορικό πλαίσιο, να πούμε ότι τη Γενοκτονία την σχεδίασαν οι Νεότουρκοι, στα μυστικά συνέδρια που έκαναν κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, από το 1908 μέχρι το 1911.
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία ηττήθηκε και έχασε τις κτήσεις της στη Βαλκανική, οι Νεότουρκοι πήραν ολοκληρωτικά την εξουσία στα χέρια τους και άρχισαν να περιμένουν την ευκαιρία να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για την «καθαρή Τουρκία». Η ευκαιρία τούς δόθηκε με την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, όπως ονομάστηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τότε που οι Νεότουρκοι συμπαρατάχθηκαν με τη Γερμανία.
Η Γενοκτονία διαπράχθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη διήρκεσε από τις αρχές του 1914 μέχρι την υπογραφή της Εκεχειρίας του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου 1918, τότε που αποφασίστηκε η διάλυση του οθωμανικού στρατού και ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Αντάντ και συγκεκριμένα από τους Άγγλους.
Τα «εργαλεία» της Γενοκτονίας ήταν τα εξής:
- Οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί των Ελλήνων από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας, διαδικασία που γινόταν επίτηδες τους χειμερινούς μήνες.
- Τα καραβάνια της εξορίας χωρίς προορισμό, τα καραβάνια του λευκού θανάτου, «ένα Άουσβιτς εν ροή», όπως τα ονόμασε ο μεγάλος ιστορικός, αείμνηστος Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
- Η δράση των «ατάκτων» εναντίον των ελληνικών χωριών του Πόντου, που δεν ήταν καθόλου άτακτοι αφού επρόκειτο για παραστρατιωτικές ομάδες που εξοπλίζονταν, χρηματοδοτούνταν, συντονίζονταν και καθοδηγούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες των Νεότουρκων. Αρχηγός των ατάκτων ήταν ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν, ο σφαγέας των Ελλήνων του Πόντου.
- Τα αμελέ ταμπουρού, τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, τα οποία δημιουργήθηκαν επίτηδες για να εξοντωθεί ο ανδρικός πληθυσμός του Πόντου. Εκεί επιστρατεύονταν άνδρες από 16 μέχρι 60 ετών και αναγκάζονταν να εργάζονται από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, σε περιοχές όπως το Ερζερούμ, όπου η θερμοκρασία τους χειμερινούς μήνες πέφτει κάτω από τους -30 βαθμούς Κελσίου, σιτιζόμενοι με άθλιο σιτηρέσιο και βρόμικο νερό, και στρατωνιζόμενοι υπό άθλιες συνθήκες.
Έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες τούς θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν ούτε ένας που να πήρε απολυτήριο από τα τάγματα εργασίας. Αυτό οδήγησε τους άνδρες σε λιποταξίες και φυγοστρατίες, κι έτσι δημιουργήθηκε το ένδοξο αντάρτικο του Πόντου, το οποίο προστάτευε με τη δράση του ελληνικά χωριά από τις επιθέσεις των ατάκτων. Οι Πόντιοι οπλαρχηγοί και αντάρτες έγραψαν πραγματικά χρυσές σελίδες ανδρείας και αυτοθυσίας στα βουνά του Πόντου.
Η πρώτη φάση όπως είπαμε διήρκεσε από το 1914 μέχρι τις 30 Οκτωβρίου του 1918, οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη Εκεχειρίας του Μούδρου, με την οποία ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης περνά στα χέρια των Άγγλων. Τότε οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας πήραν μια ανάσα, για μερικούς μήνες, μέχρι να αρχίσει η δεύτερη και σφοδρότερη φάση.
- Ενώ έχει συσταθεί ειδικό δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο δικάζονται οι πρωταίτιοι της Γενοκτονίας των Αρμενίων, που τελέστηκε το 1915.
- Ενώ συνεχίζονται οι δίκες των πρωταιτίων της γενοκτονίας των Αρμενίων, και ενώ οι Έλληνες δεν διεκδικούν την τιμωρία των ενόχων της δικής τους γενοκτονίας, ο Μουσταφά Κεμάλ ζητάει βίζα από τους Άγγλους για να φύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με συντρόφους του αξιωματικούς και να μεταβεί στην περιοχή της Αμισού, με αποστολή την επιβολή της τάξης που διασαλεύθηκε μετά την εκεχειρία του Μούδρου, από τη δράση ένοπλων ατάκτων, Ελλήνων και Τούρκων.
Όντως, οι Άγγλοι δίνουν τη βίζα λίγες μέρες μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, και στη συνέχεια ο Κεμάλ επιβιβάζεται με τους συντρόφους του στη βενζινάκατο «Bandırma», η οποία τους μεταφέρει στην Αμισό.
Το ημερολόγιο έγραφε 19 Μαΐου 1919. Ακριβώς πριν από εκατό χρόνια.
Όταν ο Κεμάλ πάτησε το πόδι του στην μαρτυρική Αμισό, που ήδη μετρούσε δεκάδες χιλιάδες θύματα από την πρώτη φάση της Γενοκτονίας, έδειξε τις προθέσεις του. Αντί να «επιβάλει την τάξη», όπως ήταν η αποστολή του, άρχισε να σχεδιάζει την εξολόθρευση των Ελλήνων και τη δημιουργία ενός νέου κέντρου εξουσίας, με πρωτεύουσα την Άγκυρα.
Δέκα μέρες μετά ζήτησε να συναντήσει τον Τοπάλ Οσμάν, εις βάρος του οποίου και άλλων 160 ανδρών της συμμορίας του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης του Εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης, μετά από σχετική καταγγελία που έκαναν και πάλι οι Αρμένιοι της Κερασούντας, τους οποίους κατέσφαξε. Στη συνάντηση εκείνη ο Μουσταφά Κεμάλ ζήτησε ενημέρωση για την κατάσταση και τον αριθμό των Ελλήνων ανταρτών και ρώτησε τον Τοπάλ Οσμάν τι θέλει για να συνεχίσει το αποτρόπαιο έργο του.
Ο Τοπάλ Οσμάν ζήτησε τα εξής:
- Την άρση του εντάλματος σύλληψης για εκείνον και τους άνδρες του,
- χρήματα,
- όπλα,
- πυρομαχικά, και
- το ακαταδίωκτο για τα εγκλήματα που διέπραξε και θα διέπραττε. Δηλαδή ζήτησε πολιτική κάλυψη.
Ο Μουσταφά Κεμάλ του τα έδωσε όλα και ο Τοπάλ Οσμάν, μετά από αυτό, μετέτρεψε τη συμμορία των 160 ανδρών που είχε σε δύο συντάγματα εθελοντών, δυνάμεως 5.000 ανδρών! Όμως ο Μουσταφά Κεμάλ δεν αρκέστηκε σ’ αυτά, ούτε καν σε όσα είχαν εφαρμόσει οι Νεότουρκοι, δηλαδή τις εξορίες, τη δράση των ατάκτων και τα αμελέ ταμπουρού. Προχώρησε όχι ένα αλλά δύο βήματα παραπέρα.
- Ίδρυσε τα περιβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, στα οποία δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και οδηγήθηκαν στην αγχόνη οι κορυφαίοι Έλληνες του Πόντου, εξέχουσες προσωπικότητες του κλήρου, των γραμμάτων, των τεχνών και του εμπορίου.
- Ίδρυσε επίσης μια ξεχωριστή στρατιά, η οποία είχε ως ειδική και μοναδική αποστολή την εξολόθρευση των Ελλήνων του Πόντου. Πρόκειται για την Κεντρική Στρατιά, η οποία διαλύθηκε όταν ολοκλήρωσε την αποστολή της, τον Φεβρουάριο του 1922.
Το 1923, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης που προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, μπήκε ταφόπλακα στον Πόντο.
353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους από το σχεδιασμένο έγκλημα των Νεότουρκων και των κεμαλικών, και άλλοι τόσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Περίπου 190.000 μόνο έφθασαν καθημαγμένοι στην Ελλάδα, μετά την Ανταλλαγή.
Αυτό είναι Γενοκτονία.
Αυτό είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Χθες οι Τούρκοι άπλωσαν στην Αμισό μια σημαία κατακόκκινη, σαν το αίμα που έχυσαν οι Έλληνες στη Γενοκτονία. Η σημαία είχε μήκος 1.919 μέτρα.
Οι Τούρκοι, και κυρίως η ηγεσία τους, είναι αμετανόητοι γενοκτόνοι. Άλλωστε, ποτέ δεν έπαψαν να χρησιμοποιούν γενοκτονικές μεθόδους. Το έπραξαν το 1942 με το βαρλίκ βεργκισί, το 1955 με τα Σεπτεμβριανά στην Πόλη, το 1964 με τις απελάσεις των Ελλήνων της Πόλης, το 1974 στην Κύπρο, το 2018 στο Αφρίν, και τώρα, το 2019, στην ΑΟΖ της Κύπρου. Όλα αυτά γίνονται επειδή οι Τούρκοι δεν υποχρεώθηκαν από τη διεθνή κοινότητα, όπως έγινε με τη Γερμανία, να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία.
Γι’ αυτό έχουμε χρέος και ευθύνη να αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση και τη διεθνοποίησή της.
Είναι ένα χρέος προς τις 353.000 ψυχές που χάθηκαν, αλλά και προς τις γενιές που θα ακολουθήσουν.