Οι πολίτες της γειτονικής χώρας προσέρχονται αύριο, Κυριακή, στις κάλπες για να εκλέξουν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Είναι ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, αφού κανένας υποψήφιος δεν κατάφερε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο που διεξήχθη στις 21 Απριλίου.
Θεωρητικά ψηφίζουν 1.800.000, αλλά στην πράξη γύρω στις 700.000.
Αν και ο πρόεδρος εκλέγεται από το λαό, οι αρμοδιότητές του είναι περιορισμένες. Οι υποψήφιοι, ωστόσο, υποδεικνύονται από τα κόμματα, γεγονός που προκαλεί παρενέργειες. Σε περίπτωση που πρόεδρος και πρωθυπουργός προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, το γεγονός δεν λειτουργεί ως θεσμική εξισορρόπηση αλλά έχουμε δύο ανώτατους θεσμικούς παράγοντες να διαφωνούν δημοσίως και να αλληλοϋπονομεύονται. Η εμπειρία μεταξύ του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ και του προέδρου της χώρας Γκεόργκι Ιβάνοφ είναι χαρακτηριστική. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και μια σειρά άλλων θέματα στα οποία τα δύο μεγαλύτερα κόμματα διαφωνούν.
Η αντιπαράθεση αυτή θα συνεχιστεί αν εκλεγεί η υποδειχθείσα από το VMRO-DPMNE Γκορντάνα Σιλιάνοβσκα Ντάβκοβα, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων, αντί του Στέβο Πενταρόφσκι, καθηγητή επίσης στο ίδιο πανεπιστήμιο αλλά με πολιτική παρουσία και στο παρελθόν στο πλευρό των πρώην προέδρων Τραϊκόφσκι και Τσερβένκοφκσι. Ο Πενταρόφσκι υποδείχθηκε από το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και από το αλβανικό κόμμα «Δημοκρατική Ένωση για Ενσωμάτωση» του Αλί Αχμέτι, το οποίο συγκυβερνά.
Σοβαρότερο πρόβλημα από την επιλογή της υποψήφιας της αντιπολίτευσης, ως προέδρου, θα αντιμετωπίσουν τα Σκόπια στην περίπτωση που δεν προσέλθει στις κάλπες, για να ψηφίσει, ποσοστό τουλάχιστον 40% των εγγεγραμμένων εκλογέων, κάτι που θεωρείται πιθανό. Στην περίπτωση αυτή οι εκλογές δεν θα θεωρηθούν έγκυρες και η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είναι το πιο πιθανό ενδεχόμενο.
Στον πρώτο γύρο ψήφισε το 41,85% των εκλογέων, ποσοστό ελάχιστα πάνω από το όριο. Ο κυβερνητικός υποψήφιος πήρε το 42,7% και η υποψήφια της αντιπολίτευσης το 42,6%.
Έτσι, η πρώτη προσπάθεια που γίνεται από τους υποστηρικτές της κυβέρνησης είναι να πείσουν τους πολίτες που ψήφισαν στο δημοψήφισμα υπέρ της Συμφωνία των Πρεσπών να προσέλθουν στις κάλπες και να στηρίξουν τον κυβερνητικό υποψήφιο για να υλοποιηθεί η ευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική προσδοκία τους. Ενδιαφέρονται, όμως, κυρίως για τη συμμετοχή. Η συνύπαρξη του Ζάεφ με την υποψήφια της αντιπολίτευσης μπορεί να είναι δύσκολη αλλά δεν θα οδηγήσει, αναγκαστικά, τη χώρα σε εκλογές, όπως μπορεί να συμβεί αν η συμμετοχή δεν φθάσει το 40%. Ο κυβερνητικός υποψήφιος συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο 323.892 ψήφους, σημαντικά λιγότερες από τις 600-τόσες χιλιάδες που ψήφισαν υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτούς τους ψηφοφόρους προσπαθούν να ενεργοποιήσουν οι υποστηρικτές της κυβέρνησης.
Μέσα σ’ αυτούς που δεν προσήλθαν να ψηφίσουν υπάρχουν πολλοί Αλβανοί. Ο αλβανικός παράγων βρίσκεται εγγύτερα στην κυβερνητική πλειοψηφία η οποία ικανοποιεί τα σημαντικότερα από τα αιτήματά του, όπως είναι το ζήτημα της καθιέρωσης της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας σε όλη την επικράτεια. Έτσι, το πιθανότερο είναι η αλβανική ψήφος να διοχετευθεί προς τον κυβερνητικό υποψήφιο.
Στις αναλύσεις που γίνονται για την αδιαφορία των υποστηρικτών της Συμφωνίας των Πρεσπών να προσέλθουν στις κάλπες, επισημαίνεται και η δυσαρέσκεια των πολιτών από την κυβερνητική πολιτική στην διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων.
Η αντιπολίτευση, και η υποψήφια που υπέδειξε, κατηγορούν τον Ζάεφ και το κυβερνητικό απαράτ για νεποτισμό, διαφθορά, εκδίωξη των πολιτικών αντιπάλων του και άλλα παρόμοια, και ο πρωθυπουργός της χώρας αναγνωρίζει τη λαϊκή δυσαρέσκεια (όχι, βεβαίως, τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης) και υπόσχεται ανασχηματισμό.
Πάντως, η μικρή διαφορά στον πρώτο γύρο μεταξύ Πενταρόφσκι και Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα λειτούργησε και θετικά.
Η αντιπολίτευση περίμενε νοθεία στις εκλογές την οποία θα αποδείκνυε από μια σημαντική διαφορά στα ποσοστά των υποψηφίων και την εκλογή Πενταρόφσκι από τον πρώτο γύρο. Το γεγονός ότι η διαφορά υπήρξε μικρή και η εκλογή θα κριθεί στον δεύτερο γύρο οδήγησε την αντιπολίτευση στην αποδοχή της διαδικασίας της εκλογικής αναμέτρησης και δύσκολα θα μπορέσει να λειτουργήσει αρνητικά αν η υποψήφιά της χάσει στον δεύτερο γύρο. Αγωνίζεται άλλωστε και η ίδια να πείσει τον κόσμο να προσέλθει στις κάλπες και να ψηφίσει υπέρ της υποψηφιότητάς της.
Οι υποψήφιοι θέλουν να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους και εκείνους που ψήφισαν στον πρώτο γύρο τον Αλβανό υποψήφιο Μπερίμ Ρέκα ο οποίος συγκέντρωσε 79.921. Υπενθυμίζεται πως η διαφορά των Πενταρόφσκι και Ντάβκοβα ήταν 4.528 ψήφοι.
Σύμφωνα με τον Πενταρόφσκι, η ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ είναι μονόδρομος. Έχει δηλώσει πως «η αντίπαλός μου είναι εναντίον της Συμφωνίας της Αχρίδας [σ.σ.: ρύθμισε τις σχέσεις Αλβανών και Σλάβων], κατά του νόμου περί γλωσσών και κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μπορώ μόνο να φανταστώ ποια θα είναι η πρώτη τους απόφαση εάν τους δοθεί η ευκαιρία να έρθουν στην εξουσία».
Η υποψήφια της αντιπολίτευσης, Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα, έχει υποστηρίξει ότι στο δημοψήφισμα για τη Συμφωνία Πρεσπών η πλειοψηφία των ψηφοφόρων ήταν αντίθετη.
Λέει ότι θα ακολουθήσει κάθε συνταγματική διαδικασία για να αναθεωρήσει αυτήν τη συμφωνία.
Απευθύνεται βεβαίως σε όλες τις εθνοτικές ομάδες, «διότι χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατία. Χρειαζόμαστε μια λειτουργική κατάσταση», όπως δήλωσε, αλλά θα αντιμετωπίσει τους Αλβανούς όπως όλους τους πολίτες της χώρας, χωρίς δηλαδή τις ιδιαίτερες πρόνοιες της συμφωνίας της Αχρίδας, ή τα άλλα αιτήματα που έθεσε ο αλβανικός παράγων της χώρας.
Από τη Δευτέρα θα δούμε αν η χώρα εισέλθει σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης ή θα προχωρήσει η προσπάθεια Ζάεφ.
Πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις πολλές υποσχέσεις δεν φαίνεται να βοήθησε τον Ζόραν Ζάεφ. Η τελευταία συνάντηση του Βερολίνου, για τα Δυτικά Βαλκάνια, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών, αν και κυρίως ευθύνεται ο Γάλλος πρόεδρος. Σημασία, όμως, έχει το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ο Ζάεφ για να πείσει τους εκλογείς ότι το μέλλον θα είναι ρόδινο.