Η ταυτότητά του γράφει Καλιοντζίδης, αλλά το αδιαμφισβήτητο μουσικό του ταλέντο σε συνδυασμό με τη σκληρή δουλειά και τις ακαδημαϊκές περγαμηνές τού δίνουν το… δικαίωμα να χαράσσει τη δική του ξεχωριστή πορεία. Ο γιος του Μιχάλη Καλιοντζίδη, ο Χρήστος, είναι άλλωστε πολλά περισσότερα από γιος, κυρίως λόγω του «φρέσκου» τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει την παραδοσιακή μουσική.
«Η μουσική είναι ατελείωτη, δεν έχει όρια. Σημασία έχει πώς θα τη διαχειριστείς και πώς θα την επικοινωνήσεις στον κόσμο. Πώς θα τον εκπαιδεύσεις και πώς θα σε εκπαιδεύσει», δηλώνει στο pontosnews.gr.
Αφορμή για μία ακόμα συνάντηση μαζί του στάθηκε η συναυλία στο Ηρώδειο για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων, στην οποία τον είδαμε επί σκηνής με μια πεντάχορδη ποντιακή λύρα, αλλά και η συναυλία «Μίκης, ο Ευξείνιος» στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της οποίας σύστησε στο κοινό το λυροντσέλο (κεμαντσέλο). Συμπερασματικά η κουβέντα ολοκληρώθηκε με την παραδοχή ότι η παραδοσιακή μουσική δίνει τη μαγιά στον καλλιτέχνη ο οποίος θα πρέπει να δουλέψει με αυτή για να δώσει έναν ήχο σημερινό.
Πεποίθηση του Χρήστου Καλιοντζίδη, άλλωστε, είναι η ότι η γενιά του έχει την ευκαιρία να αποδείξει αυτό που ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα, ότι δηλαδή η μουσική της υπαίθρου (είτε είναι η κρητική, είτε της Θράκης, είτε του Πόντου) δεν είναι ένα μουσειακό είδος, εξελίσσεται. Μάλιστα, πλέον έχει όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί από ανθρώπους με μόρφωση και τεχνικά καταρτισμένους.
Χρήστος Καλιοντζίδης: Θεωρώ ότι δεν είναι χρειάζεται να αποστρεφόμαστε και να φοβόμαστε την εξέλιξη. Όλα είναι ζήτημα αισθητικής.
Εξερευνώντας τους δικούς του μουσικούς δρόμους, ο 25χρονος καλλιτέχνης δοκιμάζει την πεντάχορδη ποντιακή λύρα. «Κανείς δεν ξέρει ότι είναι παραδοσιακό όργανο και κάθε φορά πρέπει να αποδεικνύω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Όμως, υπήρχε στην περιοχή των Κοτυώρων και ήρθαν παίκτες πρώτης γενιάς από εκεί, εγκαταστάθηκαν στη Νίψα της Αλεξανδρούπολης και έπαιζαν με στιλ λύρας περισσότερο και με ήχο όπως ξέρουμε τον τετράχορδο κεμανέ του δυτικού Πόντου, χωρίς να εκμεταλλευτούν την ευχέρεια που τους έδιναν οι πέντε χορδές», αναφέρει.
Ο ίδιος, όμως, προτιμά ένα κούρδισμα που του προσφέρει δύο λύρες ολόκληρες (ένα ζιλ το ψιλό το κούρδισμα και μια κλασική λύρα που είναι κουρδισμένη λα-μι-σι) και μισό βιολί στο τέλος. «Γι’ αυτό και μου δίνει τη δυνατότητα και παίζω τα ηπειρώτικα», λέει αναφερόμενος στο ηπειρώτικο μοιρολόι που παρουσίασε πρόσφατα στο κοινό.
Θέσει αισιόδοξος, πιστεύει ότι το παραδοσιακό όργανο που δοκιμάστηκε στο παρελθόν και εγκαταλείφθηκε –και γιατί η μουσικότητα των παλαιότερων λυράρηδων δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη–, μπορεί να «ευαισθητοποιήσει» τη μουσική κοινότητα.
«Η λύρα ναι μεν μπορεί να παίξει πολλά πράγματα, ωστόσο μπροστά σε άλλα, όπως το κλαρίνο, το βιολί, το μπουζούκι, υστερεί σε ζήτημα τονικότητας (δεν έχει την ευχέρεια να παίξει από πολλούς τόνους κρατώντας αυτό το ηχόχρωμα, το ποντιακό το διπλόχορδο), και δεύτερον σε ζητήματα έκτασης. Η μέγιστη έκταση που σου δίνει μια λύρα, αν είσαι πολύ καλός, είναι μιάμιση οκτάβα. Με την πεντάχορδη μπορεί να έχουμε τρεις και τέσσερις οκτάβες έκταση, όσο ένα βιολί, ίσως και λίγο παραπάνω. Υπάρχουν πολλοί που ξεκίνησαν να παραγγέλνουν τετράχορδες λύρες και κατασκευαστές να δοκιμάζουν και τετράχορδες και πεντάχορδες», εξηγεί.
Στη συλλογή του Χρήστου Καλιοντζίδη, όμως, βρίσκεται και το λυροντσέλο (κεμαντσέλο), ένα μουσικό όργανο που έρχεται από τη δεκαετία του 1980, αλλά κατά μια παράξενη σύμπτωση και από την οικογένεια των αδερφών Τσαχουρίδη. Το συγκεκριμένο όργανο το εμπνεύστηκε ο Χριστόδουλος Χάλαρης μετά από μια συναυλία με τον Χρύσανθο και τον Μιχάλη Καλιοντζίδη. Αυτό που ζήτησε από τον κατασκευαστή ήταν μια μεγάλη λύρα για την επόμενη συναυλία.
Πράγματι την παρέλαβε αλλά δεν βρέθηκε κανείς που να μπορεί να παίξει καθώς δεν βόλευε στο κράτημα. Ένα παρόμοιο όργανο είχε φέρει από την πρώην ΕΣΣΔ και ο παππούς των αδερφών Τσαχουρίδη.
«Ήταν ένα όργανο πάρα πολύ μεγάλο, ήταν φυαλόσχημο, είχε τρεις χορδές, δεν έμοιαζε ακριβώς με λύρα και δεν ήταν λειτουργικό· δεν είμαι σίγουρος αν παίχτηκε και ποτέ. Για να φανταστείτε, οπτικά έμοιαζε με κανόε καγιάκ, τόσο μεγάλο. Καταγραφή δεν υπάρχει καμία, το μόνο που γνωρίζουμε είναι την προέλευσή του και εικάζουμε ότι ίσως ήταν εκθεσιακό κομμάτι», λέει ο Χρήστος Καλιοντζίδης.
Με αφορμή, λοιπόν, τη συναυλία «Μίκης ο Ευξείνιος» στην ορχήστρα χρειαζόταν ένα όργανο που να μπορεί να προσεγγίζει τον ήχο της λύρας σε πιο χαμηλές συχνότητες.
Αυτό το όργανο βρίσκεται στην κατοχή του Χρήστου Καλιοντζίδη (εκείνος το λέει λυροντσέλο, οι αδερφοί Τσαχουρίδη κεμεντσέλο), και είναι κατασκευασμένο στο Ντίσελντορφ από τον Γούλη Παπαδόπουλο, στα πρότυπα εκείνου του οργάνου που είχε ζητήσει πριν από 35 και πλέον χρόνια ο Χριστόδουλος Χάλαρης.
«Αν το κούρδισμα της ποντιακής λύρας είναι λα-μι-σι, αυτό παίζει μία οκτάβα κάτω, το οποίο με μια κανονική λύρα δεν γίνεται, λόγω κατασκευής. Ηχοχρωματικά προσεγγίζει αρκετά τον ήχο του τσέλου, αλλά η βασική διαφορά είναι ότι μπορείς να παίξεις, έστω και με δυσκολία, κάποιες διπλοχορδίες, όπως παίζει μια ποντιακή λύρα, ώστε να δώσει λίγο το ηχόχρωμα και να καταλάβει κάποιος ότι αυτό που ακούει δεν είναι τσέλο, αλλά κάτι διαφορετικό. Τεχνικά υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη διαφορά με τη λύρα, κυρίως λόγω των αποστάσεων, γιατί οι αποστάσεις μεταξύ των νοτών, όπως πατάμε στην ταστιέρα μιας λύρας, μεγαλώνουν πάρα πολύ λόγω της κατασκευής του οργάνου που έχει πιο μακρύ λαιμό, ενώ οι χορδές είναι τσέλου», αναφέρει.
Το λυροντσέλο (κεμαντσέλο) απαιτεί μελέτη και χειρισμό που θα έκανε ένας τσελίστας, και, σύμφωνα με τον Χρήστο Καλιοντζίδη, θα ενταχθεί δύσκολα σε μια ορχήστρα, ωστόσο δισκογραφικά θεωρεί ότι έχει κάποια πιθανότητα να αντικαταστήσει το τσέλο.
«Αν κάποιος το προσέγγιζε από μουσικολογική άποψη και το έβλεπε ως ένα ιδιαίτερο όργανο με έναν ενδιαφέροντα ήχο, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά, είναι πρωτότυπο, άλλωστε. Αρκετές φορές εντάσσουμε πράγματα στις παραδόσεις, όπως είναι η ποντιακή. Ένα παράδειγμα είναι το λαούτο που έχει αρχίσει και εδραιώνεται. Αυτά κάθε άλλο παρά ασχημαίνουν τη μουσική μας παράδοση», εξηγεί.
Χρήστος Καλιοντζίδης: Οι μουσικοί διαμορφώνουν το κοινό, και όχι το κοινό τους μουσικούς. Είναι μια σχέση αλληλένδετη, αλλά πρώτα ξεκινάει από εμάς, τους μουσικούς.
Για έναν μουσικό που τραγουδά στίχο στα ποντιακά και έχει σήμα κατατεθέν την ποντιακή λύρα, ποιο είναι το… σωστό στρατόπεδο για να ανήκει; Στην αυστηρή παράδοση ή στη σύγχρονη εκδοχή της; Ο Χρήστος Καλιοντζίδης απαντά: «Μέσα από την ημιμάθεια, που είναι πάρα πολύ μεγάλη, έχουμε χωριστεί σε δύο “στρατόπεδα”, στο ένα είναι οι παραδοσιακοί που θέλουν να κρατήσουν ατόφιο αυτό που στην ουσία δεν είναι έτσι όπως το έχουν στο μυαλό τους, νομίζουν ότι είναι έτσι. Και στην άλλη πλευρά είναι αυτοί που θέλουν να πιάσουν έναν πιο νέο ήχο, πιο κοντά στην υπόλοιπη μουσική κοινότητα, πιο ποπ ήχο, να το πω έτσι, γιατί είναι πιο “εύπεπτος” πάνω στο γλέντι και πάνω στη διασκέδαση.
»Αλλά για μένα είναι λάθος, η αλήθεια δεν είναι καν στη μέση, είναι κάπου αλλού, σε άλλον πλανήτη. Η αλήθεια για μένα είναι ότι ο καθένας, από τη στιγμή που ασχολείται και θέλει να ασχοληθεί με μια μουσική παράδοση της υπαίθρου, πρέπει να κρατήσει τα βασικά στοιχεία. Πάνω σε αυτή τη μαγιά, με βάση τις πραγματικές γνώσεις του ο καθένας να κάτσει να ασχοληθεί και να δημιουργήσει έναν ήχο σημερινό. Για μένα, αυτό είναι το ζήτημα».
Μάλιστα, όπως επισημαίνει, η συχνή του διαφωνία με τον καθηγητή Εθνομουσικολογίας Λάμπρο Λιάβα είναι ότι η παραδοσιακή μουσική εξελίσσεται, όπως η καθημερινότητά μας. «Το θέμα είναι αυτοί που θα έχουν τους ρόλους κλειδί σε κάθε περίοδο πώς θα τη διαχειριστούν την εξέλιξη, εγώ εκεί επιμένω. Είμαι αισιόδοξος γενικά γιατί θεωρώ ότι υπάρχουν παιδιά με πολύ σημαντικό μουσικό υπόβαθρο. Έχουν ήδη αρχίσει και γίνονται πράγματα με πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική», καταλήγει.
Γεωργία Βορύλλα