Την Κυριακή 2 Μαΐου 1893 περίπου 2.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και διαδήλωσαν, ζητώντας την καθιέρωση της οκτάωρης ημερήσιας εργασίας. Ήταν η πρώτη «Εργατική Πρωτομαγιά» στην Ελλάδα. Την κινητοποίηση είχε οργανώσει ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη, ο οποίος είχε ιδρύσει το Σύλλογο τρία χρόνια πριν, ενώ εξέδιδε παράλληλα την εφημερίδα Σοσιαλιστής.
Οι συγκεντρωμένοι επέδωσαν στον Πρόεδρο της Βουλής ψήφισμα με το ζητούσαν, εκτός από το οκτάωρο, την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και τη χορήγηση σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων.
Η άρνηση του Προέδρου να το εκφωνήσει, προκάλεσε τη θορυβώδη αντίδραση του Καλλέργη και τελικά τη σύλληψη και την καταδίκη του σε φυλάκιση 10 ημερών «για διατάραξη της συνεδρίασης».
Τον επόμενο χρόνο οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης οι Αρχές προχώρησαν σε συλλήψεις και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια έως ότου επιχειρηθεί εκ νέου η διοργάνωση εργατικών εκδηλώσεων την Πρωτομαγιά. Την 1η Μαΐου του 1911 η Φεντερασιόν οργανώνει συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιείται συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο».
Στη Θεσσαλονίκη επεμβαίνει η Αστυνομία και συλλαμβάνονται οι ηγέτες της Φεντερασιόν Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά.
Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς έγινε ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, έναν χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ.
Οι εκδηλώσεις επαναλαμβάνονταν τα επόμενα χρόνια, με κοινό χαρακτηριστικό τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων και την καταστολή.
Η Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη
Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936 θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό Σικάγο».
Η διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει σημαντική πτώση στις εξαγωγές του καπνού και της σταφίδας. Η πτώχευση του 1932 επιδείνωσε την κατάσταση, και από τις αρχές του 1936 ξεσπούν απεργιακές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, την Καλαμάτα, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα και την Ξάνθη.
Από την αρχή του έτους και έως την επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου, είχαν προκηρυχθεί περισσότερες από 200 τοπικές και γενικές απεργίες.
Ειδικότερα, στη βόρεια Ελλάδα η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του καπνού είχε επιφέρει μεγάλη ανεργία στον κλάδο. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναζητούσαν εργασία είχε μειώσει τις αμοιβές των καπνεργατών τουλάχιστον κατά 50%, ενώ η συλλογική σύμβαση του κλάδου δεν είχε ανανεωθεί από το 1924.
Οι καπνεργάτες αποτελούσαν στη βόρεια Ελλάδα έναν συμπαγή κλάδο, ο οποίος αριθμούσε την εποχή εκείνη περισσότερους από 40.000 εργαζομένους με αναπτυγμένη συνδικαλιστική συνείδηση, ήδη από την εποχή της Φεντερασιόν.
Στις 29 Απριλίου ο κλάδος ξεκίνησε γενική απεργία. Τα βασικά αιτήματα ήταν η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, το οποίο είχε φθάσει τις 65-70 δραχμές για τους άνδρες και τις 24-30 για τις γυναίκες.
Η εφαρμογή του νόμου «περί τόγκας» όριζε αύξηση των κατώτερων αμοιβών, βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς», και χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις είχαν ενταχθεί και πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους, και ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών».
Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Ταυτόχρονα οι βιομήχανοι και οι έμποροι καπνού έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους κηρύσσοντας λοκ άουτ.
Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο (το κτήριο που στεγάζεται σήμερα το υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης).
Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατία, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα. Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης.
Ο νεκρός μεταφέρθηκε πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονταν προς το Διοικητήριο, και οι ταραχές γενικεύτηκαν.
Ο απολογισμός ήταν 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων μετατράπηκαν σε μαζικές διαδηλώσεις.
Στις 11 Μαΐου κηρύχθηκαν απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 Μαΐου πανελλαδική απεργία. Η αναταραχή τερματίστηκε την επομένη, με σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά των καπνεμπόρων, ενώ το κράτος υποσχέθηκε να χορηγήσει συντάξεις στις οικογένειες των θυμάτων.
Ο θρήνος της μητέρας πάνω από τον νεκρό γιο της απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε στον Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο».
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ.