Λαμπροτρίτη, κι έτσι το όρισαν «οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες»: να τιμάται σήμερα η μνήμη των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης που μαρτύρησαν σαν τέτοιες άγιες μέρες στη Θερμή της νήσου Λέσβου το 1463. Μαζί τους μαρτύρησαν κι άλλοι χριστιανοί που είχαν βρει καταφύγιο στο μοναστήρι του λόφου των Καρυών, του οποίου ηγούμενος ήταν ο Άγιος Ραφαήλ. Την ταυτότητά τους, την ιστορία τους και τα σπαραξικάρδια γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στο λόφο των Καρυών, μετά την επιδρομή των αιμοσταγών Οθωμανών στο νησί, αποκάλυψαν με υπερφυείς εμφανίσεις τους οι ίδιοι οι άγιοι πεντακόσια χρόνια μετά τον μαρτυρικό τους θάνατο.
Κυρίως μεταξύ των ετών 1959 και 1961, ήταν σαν ν’ άνοιξαν οι ουρανοί στο νησί.
Η Παναγία μας κι οι άγιοι εμφανίστηκαν σε ενύπνια και οράματα σε πολλούς κατοίκους, αποκαλύπτοντας τη συνταρακτική αλλά ξεχασμένη ιστορία. Επιπλέον, καθοδήγησαν με ακρίβεια τους πιστούς στις ανασκαφές για την ανεύρεση των τάφων και των ιερών λειψάνων τους, αλλά και εικονισμάτων και άλλων ιερών κειμηλίων στα εναπομείναντα κτίσματα της παλαιάς μονής που η σκαπάνη έφερε στο φως.
Τον καταιγισμό των απίστευτων γεγονότων και θαυμάτων της εποχής αξίζει πραγματικά να παρακολουθήσει κανείς μέσα από τη διήγηση του υπέροχου ζωγράφου, αγιογράφου και λογοτέχνη μας, του κυρ-Φώτη Κόντογλου (1895-1965), στο βιβλίο του Σημείον Μέγα. Επίσης, στο σχετικό βιβλίο Ιστορικό της Ιεράς Μονής Αγίου Ραφαήλ της σπουδαίας μακαριστής πρώτης ηγουμένης και κτήτωρος της Ιεράς Μονής Αγίου Ραφαήλ Μυτιλήνης, Ευγενίας Κλειδαρά (1929-2013). Ακόμα, στα εμβριθή κι εμπεριστατωμένα βιβλία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως καί Πολυκάστρου κ. Δημήτριου με τους τίτλους Η ζωή εκ τάφων και Η αποκάλυψη και οι εμφανίσεις των Αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης.
Οι άγιοι, βέβαια, είναι ζωντανοί όπως είναι όλοι οι πραγματικοί φίλοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όλοι οι άγιοι συνεχίζουν να γράφουν την ιστορία τους «προς δόξαν Θεού» με τ’ αμέτρητα θαύματα, τις εμφανίσεις τους και τις ευεργεσίες που μας κάνουν – και θα συνεχίσουν να κάνουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αυτά τα πράγματα, λοιπόν, δεν είναι καλό να τα αγνοούμε, να τα παραβλέπουμε. Να κάνουμε πως δεν τ’ ακούσαμε ή να ψάχνουμε χίλιες δυο δικαιολογίες για να τ’ αμφισβητήσουμε και να τ’ απωθήσουμε από το μυαλό μας.
Καθισμένοι απάνω στο θρόνο της αυθεντίας που ο καθένας έχει φτιάξει από μόνος του –μέσα στο μυαλό του– για τον εαυτό του, απορρίπτουμε γεγονότα, μαρτυρίες, εμπειρίες και πραγματικότητες.
Τις εμπαθείς ανάγκες μας τις κάνουμε φιλοτιμίες, ιδεολογίες και κοσμοθεωρίες. Τι να σας πω και του λόγου μου; Να σας χαϊδέψω τ’ αυτιά και να σας πω πως «όλα καλά, μια χαρά το πάμε το καράβι;». Πώς να το πω αυτό το ψέμα;
Πρώτα-πρώτα ως επιστήμονας, αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Μου έχει γίνει δεύτερη φύση, βλέπετε, η αναζήτηση της αλήθειας. Σε αυτό το πλαίσιο, έχω αντιληφθεί πως η πραγματικά άρτια επιστημονική λογική, δεν μπορεί παρά να παραδέχεται την αναγνώριση των πεπερασμένων ορίων της. Συνεκδοχικά να αποδέχεται την αναγκαιότητα της υπέρβασής της σε ζητήματα που κινούνται έξω από αυτά τα όρια. Με αυτό ως δεδομένο, λοιπόν, εδώ και χρόνια κάθισα και διάβασα όχι μόνο αυτά τα βιβλία που σας είπα παραπάνω. Κι άλλα βιβλία Ορθόδοξα που μιλάνε για το Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους της πίστης μας. Διάβασα ξανά και ξανά το Ευαγγέλιο μετά από όλα αυτά, και το είδα με άλλο μάτι. Άκουσα μαρτυρίες∙ γνώρισα ανθρώπους κι άκουσα τις ιστορίες τους.
Μετά –κι αυτό ήταν το σημαντικότερο τελικά– δοκίμασα ο ίδιος μου. Ακολούθησα τις οδηγίες∙ τους βασικούς κανόνες του παιχνιδιού της –όντως– ζωής. Λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, κουτσά στραβά, με την καθοδήγηση πνευματικού και συμμετοχή –το κατά δύναμη– στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Έπεσα, σηκώθηκα. Ξαναέπεσα, ξανασηκώθηκα∙ κι έτσι μου φαίνεται θα το πάω μέχρι τέλους. Σ’ αυτήν τη διαδρομή απέκτησα εμπειρίες που δεν αμφισβητούνται.
Τέλος πάντων, το τελικό μου συμπέρασμά το έβγαλα. Είπα, λοιπόν, να το μοιραστώ μαζί σας∙ ότι ένιωσα μια ευθύνη να με βαραίνει, αλλά και μια αγάπη να μ’ αλαφρώνει. Αν έχει κάποια αξία ο λόγος μου –μικρή ή μεγάλη– πώς να το ξέρω; Το τεφτέρι το δικό μου, πάντως, αυτό γράφει στο τέλος για συμπέρασμα: «Η απόλυτη αλήθεια υπάρχει, είναι μία κι έχει πρόσωπο: λέγεται Χριστός. Για να γνωριστεί και να βιωθεί χρειάζεται ν’ ακολουθήσει κανείς γνησίως και με την αθωότητα του παιδιού τα της ορθόδοξης πίστης μας».
Αυτά τώρα ούτε ως καθηγητής ούτε ως κανένας άνθρωπος με ηθικό πλεονέκτημα σάς τα λέω – ποιος το έχασε για να το βρω εγώ αυτό το πράγμα; Κολοκύθια… Μάλλον σαν τον κακούργο απάνω στον σταυρό σάς το λέω. Είμαι ο ένας κατεργάρης που το λέει στον άλλο∙ μεταξύ κατεργαρέων, όμως, ειλικρίνεια. Μεταξύ μας –ημών των ένθεν και ένθεν κακούργων– βέβαια στέκεται η Αλήθεια, ο Λόγος ο εσταυρωμένος. Γι’ αυτό σας λέω: μήπως ρε παιδιά δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά εμείς αρμενίζουμε στραβά; Μήπως να σας πω εγώ «Χριστός Ανέστη» κι εσείς «Αληθώς!», αλλά να το εννοούμε απολύτως τούτη τη φορά;