Στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας η διακόσμηση των ναών στη Μικρασία μετατρεπόταν σε πένθιμη. Μαύρα τούλια και μοβ κορδέλες συνέθεταν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, τα γέλια και τα τραγούδια έπαυαν στους δρόμους, ενώ ακόμα και η ωδική στα σχολεία σταματούσε. Η θρησκευτική μεγαλοπρέπεια έφτανε στο απόγειό της τη Μεγάλη Παρασκευή, όπου κορίτσια, γυναίκες και παιδιά έσπευδαν στην εκκλησία με λουλούδια, από τα οποία ξεχώριζαν τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα για το στολισμό του επιταφίου. Την ημέρα εκείνη περνούσαν κάτω από το στολισμένο Ιερό Κουβούκλιο όχι μόνο οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι, καθώς θεωρούνταν ωφέλιμο για το γήρας τους.
Παράλληλα, καλλίφωνες γυναίκες έψαλλαν ένα δραματικό μοιρολόι το οποίο διηύθυνε η πιο καλλίφωνη της περιοχής, προκαλώντας συγκίνηση, ρίγη και δέος.
Το κατανυκτικό γύρισμα των στολισμένων Επιταφίων (η περιφορά) γινόταν στις 9 το βράδυ, συνοδευόμενο από συγκλονιστικά εγκώμια, θρήνους και ψαλμωδίες για τον νεκρό Ιησού. Σε όλα τα παράθυρα και στα πεζούλια των σπιτιών κάπνιζαν πήλινα και μπρούτζινα θυμιατά ενώ οι γυναίκες έραιναν έξω στους δρόμους τους διερχόμενους επιτάφιους με χιώτικο ανθόνερο. Άκρως συγκινητικό ήταν το γύρισμα του Επιταφίου μέσα στο Γραικικό Νοσοκομείο του Αγίου Χαραλάμπους, μέσα από διαδρόμους και θαλάμους ασθενών.
Το Γραικικό Νοσοκομείο σε καρτ ποστάλ εποχής
Κύρια φαγητά της Μ. Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τα δάκρυα της Παναγιάς, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα χωρίς λάδι και βουτηγμένα σε μπόλικο ξίδι, σε ανάμνηση του όξου που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος Ιησούς. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες κι οι Σμυρνιοί έπιναν αυτή τη θλιβερή μέρα το θιάσο ή διάσο, ένα ποτό καμωμένο από ρύζι, αμύγδαλα και πεπονόσπορους, όλα πολτοποιημένα και βρασμένα με νερό, ζάχαρη και κανέλλα.
Με το πρώτο φως του Μεγάλου Σαββάτου, το κλίμα άλλαζε εντελώς.
Στους δρόμους επικρατούσαν φωνές, κίνηση και φασαρία, μιας και όλοι έσπευδαν να ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες για την ημέρα της Λαμπρής. Στους ναούς, κατά την πρώτη Ανάσταση, οι ιερείς και το εκκλησίασμα έκαναν μεγάλο θόρυβο χτυπώντας δυνατά ό,τι μπορούσε να βγάλει ήχο (στασίδια, πόρτες κ.ά.), κουνούσαν τους πολυελαίους και έραιναν με νεραντζόφυλλα τους πιστούς. Μάλιστα, ενδεικτική είναι η φράση που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα: «έγινε το “ανάστα ο Κύριος”».
Τη βραδιά της Ανάστασης οι ναοί ήταν κατάμεστοι από τους πιστούς που περίμεναν την αναγέννηση από το Άγιο Φως. Με το μήνυμα πως ο «Χριστός Αναστήθηκε» το πλήθος ξεσπούσε σε ευχές και φιλιά, και στο τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών που ακούγονταν ρυθμικά στα προαύλια των ναών. Για τους υπόδουλους Μικρασιάτες η στιγμή συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβεστο πόθο για λευτεριά, αγνοώντας πλήρως την παρουσία των επίσημων τουρκικών Αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.
Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή (1875)
Μετά την εκκλησία επέστρεφαν στο σπίτι, όπου οι οικογένειες έτρωγαν σούπα αυγολέμονο, τηγανητά εντόσθια, μυζήθρες, και τσουγκρισμένα κόκκινα αυγά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε πως η μαγειρίτσα ήταν παντελώς άγνωστη στην Ελλάδα πριν από το 1922.
Η μέρα της Λαμπρής ξημέρωνε άκρως γιορτινή και χαρούμενη. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία ντυμένοι με επίσημα ρούχα. Οι δρόμοι πλημμύριζαν από γέλια, ευχές και αυτοσχέδια γλέντια, γεμάτα νόστιμα πασχαλινά εδέσματα.
Τα περισσότερα από αυτά τα έθιμα αναβιώνουν κάθε χρόνο μέχρι σήμερα, θυμίζοντάς μας πως ο ελληνικός πολιτισμός είναι κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα μας, που δύσκολα θα αλλάξει στην πάροδο των χρόνων.
- Πηγή: Μικρασιατικός Σύλλογος Πεύκης-Λυκόβρυσης «Ιωνία».