Εγώ ατέν εφίλεσα
τη Λαμπρής την ημέραν·
α σα γλυκέα τα χείλοπα τ’ς
κάτ’ έκοφτα κι επαίρνα.
Μεγάλο Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα είναι τα Λαμπροήμερα των Ποντίων, οι τρεις ημέρες της Λαμπρής που θεωρούνται οι πιο γιορτινές του έτους. Μετά τη μακρά περίοδο της αυστηρής νηστείας όλα τα σπίτια άνοιγαν για συγγενείς και φίλους. Από τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές είχαν φροντίσει να κάνουν το σπίτι να λάμπει, ενώ τα ψώνια της τελευταίας στιγμής γίνονταν το Μεγάλο Σάββατο από τον νοικοκύρη.
Το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου στην κουζίνα των σπιτιών υπήρχε… απεργία, και η οικογένεια κατανάλωνε ό,τι νηστίσιμο είχε περισσέψει από τις προηγούμενες μέρες.
Όσοι δεν είχαν πάει στο χαμάμ λούζονταν στη σκάφη και έπεφταν για ύπνο νωρίς, μιας και στις 3 τα ξημερώματα περίμεναν το χτύπημα του ζαγκότζ’ στην πόρτα προκειμένου να πάνε στην εκκλησία – η συνήθεια αυτή ήταν κατάλοιπο από την περίοδο που οι Οθωμανοί απαγόρευαν τις καμπάνες και τα σήμαντρα.
Η Ανάσταση γινόταν στο προαύλιο της εκκλησίας και είχε χαρακτήρα… εκκωφαντικό. Τα τζιαρτζιφελέκια ήταν τα πυροτεχνήματα της εποχής που έπεφταν μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και το «Χριστός Ανέστη». Η απόλυση γινόταν τα ξημερώματα και οι χριστιανοί γύριζαν στα σπίτια τους με αναμμένες λαμπάδες.
Τα κόκκινα αυγά ήταν έτοιμα από τη Μεγάλη Πέμπτη, και ήδη αγιασμένα: στις εκκλησίες του Πόντου τη Μεγάλη Παρασκευή οι ιερείς «διάβαζαν» τα αυγά. Μετά το «Χριστός Ανέστη» η οικογένεια έτρωγε πρώτα τα ευχασμένα ωβά και ένα έμπαινε στο εικονοστάσι καθώς θεωρούνταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Στο εικονοστάσι έμπαιναν και λουλούδια από τον επιτάφιο· με αυτά έφτιαχναν φυλαχτά ή τα χρησιμοποιούσαν ως γιατρικό.
Στο πρώτο αναστάσιμο τραπέζι συνήθως σέρβιραν κοτόσουπα και βραστή κότα. Τη δε Λαμπρή το έθιμο ήθελε μοσχάρι βραστό αντί για αρνί στη σούβλα, και λαμπροκουλούρες. Το τσούγκρισμα των αυγών δεν ήταν πάντα… τίμιο, καθώς πολλοί προκειμένου να κερδίσουν την αυγομαχία έφτιαχναν τεχνητά, τα τζιχτζιρίνα. Με τα δε σπασμένα έπαιζαν μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, το λεγόμενο «κύλημαν τ’ ωβού».
Οι οικογένειες δεν δέχονταν μόνο επισκέψεις από τους συγγενείς αλλά και από παρέες φίλων, με αποτέλεσμα τα γλέντια να διαδέχονται το ένα τ’ άλλο μέχρι αργά το βράδυ, είτε το σπίτι ήταν φτωχικό είτε πλούσιο. Και ενώ στις επισκέψεις που γίνονταν τις άλλες μέρες συνήθως πρόσφεραν ρακή, στο πασχαλινό τραπέζι οι μεζέδες καταναλώνονταν μόνο με κρασί.
Το Πάσχα μόνο στους αρραβωνιασμένους έκαναν δώρα, ενώ σε οικογένειες που είχαν πένθος ή ένδεια οι γείτονες και οι συγγενείς φρόντιζαν να στέλνουν τσουρέκια και αυγά.
Το ίδιο πεσκέσι έστελναν και σε τουρκικές οικογένειες, οι οποίες κατά το μπαϊράμι ανταπέδιδαν με μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα.
Και τις τρεις ημέρες του Πάσχα τα μαγαζιά και οι βιοτεχνίες των Ελλήνων δεν άνοιγαν, με αποτέλεσμα κυριολεκτικά να νεκρώνουν οι αγορές των πόλεων. Το Πάσχα συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι για να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους, ενώ συνήθως τη δεύτερη μέρα τα γλέντια και οι χοροί μεταφέρονταν σε αλώνια και σε ανοιχτούς χώρους.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού (λ. Πάσχα) και από την Ποντιακή Εστία (τχ. 52, 1954)