Κάθομαι στη βεράντα κι ας κάνει κρύο ανοιξιάτικο. Σάββατο του Λαζάρου. Βρέχει. Κλείνω το βιβλίο Ο αγρός του αίματος του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου. Δεν το αποθέτω∙ το κρατώ στο χέρι. Κλείνω τα μάτια. Άλλος ο ήχος της βροχής πάνω στο τεντόπανο. Αλλιώτικος από κείνον της βροχής στη λαμαρίνα. Είχε μια αποθήκη η γιαγιά, δίπλα στο δωμάτιο που μ’ έβαζε για ύπνο, που ’ταν σκεπασμένη με λαμαρίνα. Παίρνει κάτω ο αγρός το νερό, όπως πήρε κάτω τα αίματα. Σ’ αυτά τα χώματα το αίμα νερό δεν γίνεται, παρά γίνεται υπόγειο ρεύμα πνευματικό.
Ο Λάζαρος, λέει, μετά που τον ανέστησε ο Κύριος δεν ξαναγέλασε. Γνωρίστηκε με τον κυρ-Άδη και κατάλαβε από πρώτο χέρι του κόσμου την ματαιότητα – πού όρεξη για γέλια…
Μόνο μία φορά τον έπιασαν τα γέλια, σαν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο – είδε τη στάμνα αφύλακτη και την σούφρωσε. Κι όπως νιώθει κανείς την ανάγκη να εξηγήσει το γιατί γελά (την ώρα που γελά) κι ανάμεσα στο γέλιο και τις άρρυθμες και βιαστικές ανάσες προσπαθεί να αρθρώσει λόγο, έτσι κι ο Άγιος Λάζαρος δικαιολογήθηκε: «Ο πηλός κλέπτει πηλόν»!
Σταματήσαμε να βάζουμε το νόμισμα στου νεκρού το στόμα. Όχι επειδή ξέρουμε πως δεν υπάρχει βαρκάρης που θα ζητήσει ναύλο. Όχι… Μάλλον γιατί βρέθηκαν πολλοί πεθαμένοι που άνοιξαν το στόμα και το φάγανε, καταπώς συνήθιζαν όταν ήταν ζωντανοί, τρομάζοντας τις μοιρολογίστρες. Τόσο πολύ, τόσο πολλοί βρίσκονται πια ν’ αγαπούν το χρήμα.
Σταματήσαμε να βάζουμε κέρματα στα μάτια. Όχι γιατί πιστέψαμε στο της τραγουδοποιίας του Μάρκου τ’ άκουσμα: «αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δε θα περνάνε…». Όχι… «Σάμπως ζωντανοί μόνον για το χρήμα είχαν μάτια», λέμε∙ «ας μην τους το βάλουμε στους οφθαλμούς μπροστά για να το βλέπουν κι αποθαμένοι…». «Γεια σου Μάρκο, άψιλε!». «Γεια σου κι εσένα Κασσιανή με το τροπάριό σου!». «Κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει».
Θα φυτρώσουν πολλές παπαρούνες φέτος.
«Πού τεθείκατε αυτόν;» (Ιω. 11,34). Παντού Κύριε… παντού. Άλλους από τους φίλους σου τους βρήκαμε και πήραμε τα οστά τους και τα καταφιλούμε και τα προσκυνούμε. Άλλους πάλι όχι… δεν κατέστη δυνατό να τους βρούμε. Μόνο όταν περνούμε κοντά στ’ άγια χώματα που τους σκεπάζουν, σα να φέρνει ο αέρας ριπές μύρου – ή μιας άφατης ευωδίας τέλος πάντων. Ναι, είναι πολλοί που δεν είναι μπορετό να τους βρούμε. Τι να βρεις απ’ τον Γιωργάκη τον Ολύμπιο… Δεν λέει η βροχή να σταματήσει.
«Μαργαριτάρια μου, αδάμαντές μου, μην λυπηθείτε, μην κλαίτε, μόνο προ της κανδήλας του Χριστού κάθε εορτή ανάψατε έναν κηρίον και παρακαλέσατέ Τον να δώσει χρόνια πολλά εις τους θείους σας και τη μητέρα σας. Εγώ δια σας θα παρακαλέσω τον Θεόν και ελπίζω να μου τα χαρίσει».1 «Ιησούς ουν, πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον» (Ιω. 11,38). Εν τη πόλη Αμασεία ίστατο δε ωρολόγιον εν πύργω υψηλώ εν μέσω της αγοράς. Εκεί στήθηκαν οι αγχόνες. Τι αξία έχει ο χρόνος;
«Τεταρταίος γάρ εστι» (Ιω. 11,38). Τέσσερις ώρες, τέσσερις μέρες, τέσσερα χρόνια ή τετρακόσια… Του Λαζάρου κοινώνησαν στο Μεσολόγγι. «Λαζάρου, ξημερώματα των Βαΐων, βγαίνουμε». «Και ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιω. 11.43). Και βγήκανε. «Βλέποντας εγώ την σιωπήν, εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ωμίλησα λόγια δια να εμψυχωθούν∙ τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνει αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλωμεν τα μαύρα και οκνεύσωμεν, θα πάρωμεν το ανάθεμα και θα πάρωμεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων»2. «Άρατε τον λίθον» (Ιω. 11, 39). Κάντε κάτι κι εσείς, γίνετε συνεργοί μου. Υπάρχετε∙ έτσι δεν είναι; Μην «βάλωμεν τα μαύρα και οκνεύσωμεν»… Άιντε μωρέ! «Δεινόν η ραθυμία!».3
Ελάτε να κυλήσουμε την κοτρόνα!
Ελπίζω όλη τη Μεγάλη Βδομάδα να βρέχει. «Μεγάλη η μετάνοια!».3 Έτσι πρέπει φέτος, ότι θυμώσανε οι ποταμοί του αίματος από τις προδοσίες. «Τω δόγματι, τω τυραννικώ, οι όσιοι τρεις Παίδες μη πεισθέντες, εν τη καμίνω βληθέντες, Θεόν ωμολόγουν ψάλλοντες· Ευλογείτε τα έργα, Κυρίου τον Κύριον».4 Δεν έσκυψαν οι τρεις παίδες το κεφάλι στον τύραννο. Ούτε του Μαχαιρά ο Σταυραετός Γρηγόρης Αυξεντίου. Έβρεχε εκείνην τη μέρα…
Τρία παιδάκια κάθουνταν στης Γευγελής τα μέρη. Το ’να κοιτάει προς Κορυτσά, τ’ άλλο προς Μοναστήρι. Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: «Εκείνη τους πλοκάμους διέλυσε, και ούτος τω θυμώ εδεσμείτο, φέρων αντί μύρου, την δυσώδη κακίαν, φθόνος γαρ ουκ οίδε, προτιμάν το συμφέρον».3 «Και πώς σας λένε βρε καλά παιδιά;». «Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, κύριε». «Μπράβο στη δασκάλα σας βρε παλλικαρόπουλα!». «Πώς την λένε τη δασκάλα σας;». «Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, κύριε». «Έχει καλώς…».
«Κύριε;». «Ναι». «Εμείς θα στολίσουμε επιτάφιο!». «Με το καλό παιδιά μου… Καλό Πάσχα!».
_____
1. «Ο Σοφοκλής Παπαδάκης γράφει στα παιδιά του πριν από την αγχόνη στην Αμάσεια – Ανέκδοτο ντοκουμέντο». Πηγή: pontos-news.gr.
2. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής: Από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν: Τύποις Χ. Νικολαΐδου, 1846.
3. Ακολουθία του Όρθρου της Μ. Τετάρτης.
4. Αγίου Κοσμά του μελωδού, Ακολουθία του Όρθρου της Μ. Τρίτης.