Η Αναστασία Καλαϊτζίδου ήταν η γιαγιά του δημοσιογράφου Παντελή Σαββίδη. Γεννήθηκε στο χωριό Κιζίλκαγια της Τρίπολης το 1904 και πέθανε στην Αξιούπολη του Κιλκίς, το 1996. Ήταν το μοναδικό κορίτσι από πέντε αδέλφια. Επέζησαν μόνο δύο.
Ο αδελφός της, Αμοιράς, απαγχονίστηκε από τον Τοπάλ Οσμάν, ενώ τα αλλά δύο αδέλφια της πέθαναν στις λευκές πορείες θανάτου:
Το 1916, όταν ήρθαν στον Πόντο οι Ρώσοι, οι Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία να μας στείλουν όλους τους Έλληνες εξορία. Μια μέρα ήρθαν οι τσανταρμάδες στο χωριό μας και μας έβγαλαν έξω από τα σπίτια μας. Κατέβασαν μέχρι και τους βοσκούς από τα βουνά. Τα παιδιά έκλαιγαν, οι μεγάλοι φώναζαν, τα ζώα μούγκριζαν, ήταν σαν να έγινε Δευτέρα Παρουσία…
Μας οδήγησαν στην αρχή σε ένα γειτονικό χωριό και μετά μας πήγαν στην Κερασούντα. Εκεί μας έβαλαν σε ένα ξυλουργείο ενός Έλληνα και κοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα άρχισε να χιονίζει και ξεκινήσαμε τη μεγάλη πορεία μέσα στη χιονοθύελλα. Περάσαμε την Κουλάκκαγια και την Εράσαι και μας βάλανε σ’ ένα τσαΐρι να κοιμηθούμε. Ήμασταν 300 οικογένειες, και κουρασμένοι όπως ήμασταν μας πήρε ο ύπνος μέσα στα χιόνια. Όλη τη νύχτα χιόνιζε, και το πρωί όταν ξυπνήσαμε είχαμε πάνω μας μισό μέτρο χιόνι…
Εκεί όλοι αρρωστήσαμε. Τα μικρά παιδιά άρχισαν να πεθαίνουν. Οι τσανταρμάδες δεν μας άφηναν ούτε να τα θάψουμε. Φωνάζανε και χτυπούσανε για να συνεχίσουμε την πορεία. Φτάσαμε σ’ ένα χωριό που το έλεγαν Εντρές. Σε αυτό το χωριό ήταν Αρμένιοι που τους είχαν σκοτώσει όλους… Στα πηγάδια τους, όπως μας έλεγαν, είχαν ρίξει δηλητήριο και δεν μας άφηναν να πιούμε νερό… Για να πιούμε νερό έπρεπε να πάμε σε ένα ποτάμι μακριά από το χωριό.
Ο μικρός μου αδελφός πέθανε εκεί, και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Αμοιράς, αποφάσισε να φύγουμε για να γλιτώσουμε οι υπόλοιποι. Θάψαμε τον αδελφό μου, όπως-όπως, σε έναν ομαδικό τάφο, και φύγαμε. Κάθε μέρα πέθαιναν 15-20 άτομα. Περίπου 200 άτομα φύγαμε κρυφά, και από βουνό σε βουνό προσπαθούσαμε να γυρίσουμε στο χωριό μας.
Βρήκαμε ένα ποτάμι και στις άκρες του ποταμού προχωρούσαμε γρήγορα για να μην μας προλάβουν και μας βρούνε. Σε αυτήν την πορεία όποιος έζησε έζησε, και όποιος πέθανε πέθανε…
Φτάσαμε σε ένα χωριό που ήσαν Ρωμαίοι και δεν μας έδωσαν να φάμε τίποτα. Νηστικοί συνεχίσαμε και φτάσαμε σε ένα άλλο ρωμαίικο χωριό όπου ένας πλούσιος, ο Αναστάς Αγάς, έβαλε καζάνια και μας μαγείρεψαν να φάμε όλοι. Εκεί κάτσαμε περίπου 15 μέρες και μετά φύγαμε.
Γυρίσαμε στο χωριό μας και κρυφτήκαμε στα σπίτια μας. Όσοι έβγαιναν από τα σπίτια τούς έπιαναν και τους έστελναν πάλι στην εξορία. Έλεγαν σεφκιάτ-σεφκιάτ (εξορία) και άντε πάλι εξορία. Μια μέρα πιάσανε τον αδελφό μου τον Αμοιρά. Αναγκαστικά βγήκα κι εγώ από το σπίτι μας και πιάσανε και μένα. Με στείλανε πάλι εξορία και δεν άντεχα άλλο.
Ήμουν τόσο κουρασμένη που έβαζα το κεφάλι μου πάνω στους πεθαμένους και κοιμόμουνα… Κάθε μέρα, κάθε ώρα περίμενα να πεθάνω και εγώ…
Ένα βράδυ μάς κλείδωσαν σε μια αποθήκη και τα Τουρκόπουλα μας πετούσαν φύλλα μουριάς από τα παράθυρα. Εμείς ήμασταν τόσο νηστικοί που τα τρώγαμε. Μαλώναμε μεταξύ μας ποιος θα πάρει το φύλλο που πετούσαν τα παιδιά. Τόση πείνα είχαμε… Πέθαναν πολλοί γιατί δεν άντεξαν. Φτάσαμε στην Τοκάτη κι εκεί ένας πλούσιος Έλληνας μας τάιζε επί ενάμιση μήνα.
Το 1918 μας είπαν να γυρίσουμε στα χωριά μας. Κάναμε 20 μέρες πορεία να φτάσουμε στην Κερασούντα. Εκεί βρήκα έναν πατριώτη και τον ρώτησα για τα αδέλφια μου που τα είχα χάσει. Τότε έμαθα ότι ο Αμοιράς ήταν στο Γιονοσλού και είχε φούρνο. Μόλις πήγα και με είδε, έκλαιγε σαν παιδί. Όπως μου είπε, ένας Τούρκος του έδωσε αλεύρι και έκανε ψωμί.
Εκεί κάτσαμε δυο-τρεις μήνες και ήρθε νέα διαταγή να γυρίσουμε στα χωριά μας. Τότε πολλοί έφυγαν στη Ρωσία. Εγώ με τον αδελφό μου και τη νύφη μου γυρίσαμε στο χωριό και βρήκαμε Τούρκους στα σπίτια μας…
Στις 29 Απριλίου του 1920 ο Αμοιράς αποφάσισε να πάει στην Τρίπολη. Εκεί τον έπιασε ο Τοπάλ Οσμάν μαζί με άλλους έξι Έλληνες και τους κρέμασε. Τον Τοπάλ Οσμάν τον ξέραμε γιατί πουλούσε ψάρια. Μας μισούσε και έλεγε: «Εγώ ρωμαίικο αίμα εάν δεν δω, δεν τρώω το φαγητό μου».
Έμεινα μόνη με τη νύφη μου. Ήμουν 16 χρονών, και ένας Τούρκος αστυνομικός ήθελε να με πάρει. Δύο φορές προσπάθησα να αυτοκτονήσω μόνο με την ιδέα ότι θα με έπαιρνε Τούρκος. Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει. Όλα τα αδέλφια μου είχαν πεθάνει και μόνο ένας, ο Παύλος, έφυγε στη Ρωσία και γλίτωσε. Τους συγχωριανούς μου, από 12 χρονών παιδιά μέχρι 60, τους είχαν βάλει να κάνουν δρόμους.
Με ένα κομμάτι ψωμί οι περισσότεροι πέθαναν δουλεύοντας…
Όσοι είχαν χρήματα πλήρωναν μεγάλα ποσά σε Τούρκους που είχαν καΐκια για να τους μεταφέρουν κρυφά στη Ρωσία ή στην Ελλάδα.
≈
Η Αναστασία Καλαϊτζίδου και η νύφη της δεν είχαν χρήματα αλλά στάθηκαν τυχερές γιατί πάνω στην απόγνωσή τους συνάντησαν έναν Τούρκο, φίλο των αδελφών της, ο οποίος τους έδωσε τα ναύλα για να φύγουν στην Ελλάδα.
Επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο αλλά και εκεί παραμόνευε ο κίνδυνος. Πάνω στο πλοίο υπήρχε ένας Τούρκος δουλέμπορος, ο οποίος διάλεγε κορίτσια και τα πουλούσε σε πλούσιους συμπατριώτες του. Ευτυχώς ο καπετάνιος του πλοίου λυπήθηκε τα δύο κορίτσια και τα έκρυψε σε μια αποθήκη του πλοίου. Έτσι κατάφεραν να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη και να επιβιβαστούν σε ελληνικό πλοίο που τους μετέφερε στην Ελλάδα.
«Στην αρχή μάς πήγαν στα Επτάνησα αλλά εκεί ο κόσμος δεν μας ήθελε […]. Είχαμε γεμίσει ψείρες πάνω στα βαπόρια. Τελικά μας πήγαν στην Ακράτα και εκεί δουλεύαμε στις ελιές. Μετά από καιρό μάς βρήκε ο αδελφός μου ο Παύλος που ήρθε από τη Ρωσία και έμενε στην Αξιούπολη. Έτσι πήγαμε και εμείς εκεί…».