Η συγκυρία για την εξέλιξη των εξωτερικών υποθέσεων της χώρας είναι καλή. Ίσως, η καλύτερη από όσες έχουν παρουσιαστεί. Αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μπορέσει να την αξιοποιήσει η Ελλάδα. Διότι στις εξωτερικές σχέσεις δεν αρκεί το κυβερνητικό στυλ του λέμε μεγάλα και ιδεοληπτικά λόγια και με τους μηχανισμούς που διαθέτουμε χειραγωγούμε την κοινή γνώμη. Η χώρα βαδίζει σαν ακυβέρνητο καράβι. Έχει κάποιες γενικές κατευθύνσεις, έχει αναλάβει κάποιες δεσμεύσεις, αλλά από εκεί και πέρα τίποτε.
Διαμορφωτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι η ελληνική κυβέρνηση αλλά ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, με την επιλογή του να στηριχθεί στη Ρωσία και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπένζαμιν Νετανιάχου με τις ιδέες του ως απάντηση στον ερντογανικό νεοοθωμανισμό.
Και ο Ερντογάν επιμένει στην πολιτική του και ο Νετανιάχου θα σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση και ο Τραμπ παραμένει στη θέση του και θα συνεχίσει να επηρεάζεται από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό. Στη μεγάλη εικόνα δεν αναμένεται να αλλάξει κάτι δραματικά. Εκτός κι αν το καλοκαίρι, ο Ερντογάν εγκαταλείψει τη Μόσχα και επιστρέψει στις δυτικές αγκάλες. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο Τούρκος πρόεδρος αυτοπαγιδεύτηκε. Δεν είναι όμως και απίθανο.
Αυτό είναι που κάνει αβέβαια τα βήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι Αμερικανοί, προς το παρόν, κλιμακώνοντας τις αντιδράσεις τους προς τον Τούρκο πρόεδρο, παίρνουν θέσεις ευνοϊκές για τα ελληνικά συμφέροντα. Είναι αυτή μια μόνιμη πολιτική της Ουάσινγκτον ή θα αλλάξει με την πρώτη στροφή του Ερντογάν; Κανείς δεν μπορεί να δώσει σίγουρη απάντηση. Αλλά και η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να βρίσκεται μετέωρη και να εξαρτάται μόνο από τις κινήσεις των άλλων. Δεν μπορεί να μην τις παίρνει υπόψη, αλλά θα πρέπει να αναζητήσει απαντήσεις στα εναλλακτικά σενάρια.
Αν κλιμακωθεί η κρίση Τουρκίας-ΗΠΑ, και η Τουρκία αποχωρήσει οικειοθελώς από το ΝΑΤΟ, για την Ελλάδα θα είναι καλύτερα. Θα είναι μια ΝΑΤΟϊκή χώρα προς την οποία, αν υπάρξει τουρκική επίθεση, θα πρέπει να συνδράμουν οι σύμμαχοι με την ενεργοποίηση του άρθρου 5 της Συμμαχίας. Τώρα, με την ερμηνεία του ανεκδιήγητου Λουνς, αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, αφού πρόκειται για δύο ΝΑΤΟϊκές χώρες.
Τι προσέχουμε:
- Για να αποδώσει η ευνοϊκή συγκυρία, πρέπει η Ελλάδα να θεωρηθεί αξιόπιστος σύμμαχος. Όχι ναι μεν αλλά.
- Να σοβαρευτούμε ως κράτος και κυρίως να καταστήσουμε αποτελεσματικές τις Ένοπλες Δυνάμεις στην πράξη, όχι στα λόγια.
- Να ενισχύσουμε με ό,τι καλύτερο διαθέτει η Ελλάδα το τμήμα που θα διαμορφώνει την ελληνική εξωτερική πολιτική. Την πολιτική την αποφασίζει η κυβέρνηση, αλλά να ενεργοποιηθεί το παγκόσμιο ελληνικό δυναμικό στη διαμόρφωση προτάσεων προς την κυβέρνηση.
- Όπως είπε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για να διαπράττει μεγάλες ατιμίες. Άρα, θα είναι μια πιστή σύμμαχος. Μικρές όμως εποικοδομητικές παρεκκλίσεις δικαιολογούνται στην εξωτερική πολιτική:
Α) Δεν φθάνουμε τις σχέσεις με τη Ρωσία στα άκρα. Κανείς δεν γνωρίζει τι ξημερώνει. Ήταν λάθος η ρωσική πολιτική του Κοτζιά.
Β) Το ίδιο και με την Κίνα. Όλα δείχνουν πως η Κίνα εγκαταλείπει τον Πειραιά. Όχι λόγω ΚΑΣ. Το ΚΑΣ είναι το πρόσχημα. Αλλά λόγω αδυναμίας να πείσουμε τους συμμάχους μας ότι ναι μεν είμαστε μαζί τους, αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε και μια πόρτα ανοικτή προς την Κίνα και για λόγους οικονομικούς και στρατηγικούς. Την έξοδο της Κίνας από την Ελλάδα την υπαγορεύουν δυνάμεις που επιδιώκουν να κλείσει η πύλη εισόδου της στην Ευρώπη. Μια Κίνα όμως που δεν θα έχει καλές σχέσεις με την Ελλάδα, θα βρει άλλες διεξόδους στην περιοχή.
Γ) Έξυπνη διπλωματία και προς το Ιράν. Δεν χρειάζεται επ’ ουδενί οι σχέσεις να φθάσουν στα άκρα. Μπορεί όλα αυτά να αποβούν και προς όφελος των συμμάχων. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει μια στενή συνεργασία με τη Δύση, αλλά να έχει και επαφή με τις προαναφερόμενες δυνάμεις, ώστε, αν χρειαστεί, να παίξει και έναν ιδιαίτερο ρόλο.
Δ) Είμαστε σταθεροί στη συνεργασία με το Ισραήλ, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που έχουμε συμφωνήσει στην τριμερή, αλλά διατηρούμε τη θέση αρχής ως προς το Παλαιστινιακό. Υποστηρίζουμε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967. Και το εννοούμε. Διατηρούμε, δε, τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο. Δεν αποδεχόμαστε την προσάρτηση και του Γκολάν στο Ισραήλ.
Όλα αυτά όμως απαιτούν μια ικανή και δυναμική ομάδα στο υπουργείο Εξωτερικών. Αλλά κυρίως κυβερνητική βούληση. Υπάρχει;