Το Βυζάντιο διέγραψε μια χιλιόχρονη πορεία αντιμετωπίζοντας σε όλη τη διάρκειά του ποικιλώνυμους εχθρούς. Τους αντιμετώπιζε με πολλούς και διάφορους τρόπους – είτε με τη διπλωματία είτε με τα όπλα.
Στο βωμό της διπλωματίας θυσιάστηκαν πολλές πριγκίπισσες, ακόμα και πρίγκιπες. Οι κόρες θεωρούνταν αναλώσιμο είδος για οικονομικούς και διπλωματικούς σκοπούς.
Σε μερικές περιπτώσεις αυτοί οι γάμοι της διπλωματίας ήταν πέρα από κάθε ηθική και δίκαιο. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο γάμος της πεντάχρονης Σιμωνίδος Παλαιολογίνας με τον 50χρονο κράλη της Σερβίας Στέφανο Μιλουτίν το 1299. Η μικρή κορασίδα, νήπιο σχεδόν, θυσιάστηκε για το καλό, δήθεν, της αυτοκρατορίας.
Οι επικίνδυνοι και άξεστοι Οθωμανοί κρατούνταν μακριά από τα σύνορα με γάμους με πριγκίπισσες. Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός πάντρεψε την κόρη του Θεοδώρα με τον Ορχάν, εμίρη της Βιθυνίας. Μετά το γάμο της πήρε το όνομα Μαρία Χατούν. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός χρησιμοποίησε αυτόν το γάμο στην εμφύλια διαμάχη του με την αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας. Ο γάμος έγινε το 1346 και η Θεοδώρα παρέμεινε χριστιανή μέχρι το τέλος της.
Ίδιες πρακτικές ακολούθησαν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Μεγαλοκομνηνοί, οι Δεσπότες της Ηπείρου και οι κυρίαρχες οικογένειες στον ελλαδικό χώρο.
Οι αυτοκράτορες του Πόντου, οι Μεγαλοκομνηνοί, συνέχισαν την παράδοση των βυζαντινών αυτοκρατόρων σχετικά με τους γάμους των θυγατέρων τους στο βωμό της διπλωματίας. Οι γάμοι σκοπιμότητας κυριάρχησαν κατά τη δεύτερη περίοδο, τον 14ο και 15ο αιώνα κυρίως. Οι επιγαμίες γίνονταν με τα γειτονικά κράτη (όπως η Γεωργία), τα τουρκομανικά εμιράτα, αλλά και με πιο μακρινά όπως η Σερβία και άλλα βαλκανικά κράτη. Ακόμα και με Γενουάτες της Χίου έκαναν γάμους για το συμφέρον της Αυτοκρατορίας του Πόντου.
Οι Πόντιες πριγκίπισσες ήταν φημισμένες για την ομορφιά τους και πολύ δημοφιλείς «νύφες» για χριστιανούς και μουσουλμάνους ηγέτες. Η ομορφιά αυτών των γυναικών πρόσφερε πολύ περισσότερο από τα όπλα για την επιβίωση της Τραπεζούντας. Οι αυτοκράτορες δεν θεωρούσαν καθόλου ταπεινωτικό να εξαγοράζουν την ειρήνη και την ησυχία τους με αντάλλαγμα τις κόρες και τις αδελφές τους, ακόμα και αν οι γαμπροί ήταν απολίτιστοι Μογγόλοι ή Τούρκοι.
Πολλοί γάμοι έγιναν με τους Τουρκομάνους εμίρηδες τον 14ο αιώνα. Μια τέτοια φυλή Τουρκομάνων ήταν και οι ασπροπροβατάδες, οι οποίοι απέκτησαν μεγάλη δύναμη το 1402, όταν ο Ταμερλάνος τούς παραχώρησε την περιοχή του Διαρπεκίρ.
Οι περισσότεροι ηγέτες τους παντρεύτηκαν Πόντιες πριγκίπισσες.
Το έτος 1352 η αδελφή του Αλέξιου Γ΄ Μαρία παντρεύεται τον Κουτλού-μπεη, γιο του εμίρη των ασπροπροβατάδων, για να εξασφαλίσουν τη φιλία τους. Λίγα χρόνια μετά, το 1358 συγκεκριμένα, η άλλη αδελφή του Αλέξιου, η Θεοδώρα, παντρεύεται τον Χατζή-εμιρ με προξενητή τον Πόντιο αξιωματούχο Βασίλειο Χούπακα.
Οι γάμοι με τους Τουρκομάνους συνεχίζονται και τον 15ο αιώνα. Η κόρη του Αλέξιου Δ΄, ίσως με το όνομα Αικατερίνη, παντρεύεται τον εμίρη των μαυροπροβατάδων (αντίπαλων των ασπροπροβατάδων) Τζιχάν-σαχ. Ο πιο ονομαστός όμως από όλους αυτούς τους γάμους και ο πιο σημαντικός από άποψη διπλωματίας ήταν ο γάμος της καλλονής κόρης του Ιωάννη Δ΄ Θεοδώρας με τον πανίσχυρο ηγεμόνα των ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν. Η Θεοδώρα ήταν η περίφημη Δέσποινα Χατούν, και ο Ουζούν Χασάν ο «σουλτάνος της Μεσοποταμίας». Αυτός ο γάμος ήταν πολύ σημαντικός για την επιβίωση του κράτους των Κομνηνών.
Την επιγαμία είχε ξεκινήσει ο πατέρας της Ιωάννης Δ΄, αλλά δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει γιατί πέθανε το 1458. Με αυτόν το γάμο πίστευε ο Δαβίδ ότι θα σώσει το βασίλειό του. Πίστευε ότι με την βοήθεια του Ουζούν Χασάν θα ενωθούν οι λαοί από τον Καύκασο μέχρι τον Τίγρη σε ένα κοινό μέτωπο κατά των Οθωμανών. Την κρίσιμη όμως στιγμή ο Ουζούν Χασάν ζήτησε ο ίδιος να συνθηκολογήσει με τον Μεχμέτ στέλνοντας μάλιστα σαν πρέσβειρα την ίδια του τη μάνα.
Έτσι οι πριγκίπισσες της Τραπεζούντας συνετέλεσαν με τον τρόπο αυτόν στην επιβίωση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας για 2,5 περίπου αιώνες.
Οι Δεσπότες της Ηπείρου προκειμένου να προστατευτούν από την Κωνσταντινούπολη πάντρεψαν τις κόρες τους με Ιταλούς πρίγκιπες. Η Έλενα Δούκαινα παντρεύτηκε τον βασιλιά των δύο Σικελιών Αλφρέδο Χόφενστάουφεν το 1259. Η Θάμαρ της Ηπείρου παντρεύτηκε τον πρίγκιπα του Τάραντα το 1294. Συνολικά οκτώ κόρες παντρεύτηκαν Ιταλούς και Φράγκους προκειμένου οι πατεράδες τους να γλιτώσουν από τον ασφυκτικό κλοιό του Βυζαντίου. Δηλαδή ό,τι έκανε το Βυζάντιο προκειμένου να αντιμετωπίσει τους αλλόθρησκους, την ίδια τακτική ακολουθούσαν και Έλληνες προκειμένου να αντιμετωπίσουν το Βυζάντιο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως θύματα είναι οι πριγκίπισσες. Οι κόρες ήταν τα πιόνια στο διπλωματικό παιχνίδι των συμμαχιών και του προσεταιρισμού του εχθρού. Τα κορίτσια αυτά δεν ευτύχησαν στους γάμους τους, υποτάχτηκαν στη μοίρα τους αγόγγυστα, αλλά δυστύχησαν τα περισσότερα.
Αντίθετα, οι Ιταλίδες πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν αυτοκράτορες του Βυζαντίου «βυζαντινοποιήθηκαν», και ενώ μετά τη χηρεία τους θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη, δεν το έπραξαν ποτέ.
Αντίθετα με τις γυναίκες, οι άντρες αυτοκράτορες είχαν έντονο ερωτικό βίο και πολλά νόθα παιδιά, τα οποία βεβαίως αναγνώριζαν και, αν ήταν κορίτσια, τα χρησιμοποιούσαν και αυτά στο βωμό της διπλωματίας.
Οι αυτοκράτορες Μιχαήλ Η΄, Ανδρόνικος Β΄ και Ανδρόνικος Γ΄ είχαν και οι τρεις κόρες εκτός γάμου τις οποίες πάντρεψαν με ενοχλητικούς εχθρούς στα ανατολικά σύνορα του κράτους. Ο Μιχαήλ Η΄ τις πάντρεψε με Μογγόλους – τη μια με τον χάνο της χρυσής ορδής των Μογγόλων της νότιας Ρωσίας και την άλλη με τον χάνο των Μογγόλων της Περσίας. Ο Ανδρόνικος Γ΄ είχε και αυτός δυο νόθες κόρες, τη μια την πάντρεψε με τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Βασίλειο Α΄ και την άλλη με τον Ουζεμπέγκ, χάνο της Χρυσής Ορδής. Τελικά αυτοί οι Μογγόλοι αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμοι στις δουλειές των αυτοκρατόρων.
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση της Μαρίας Παλαιολογίνας Διπλοβατάτζινας, η οποία γεννήθηκε το 1252. Ήταν νόθα κόρη του στρατηγού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο οποίος ανακατέλαβε τη Βασιλεύουσα και εξεδίωξε τους μισητούς σταυροφόρους το 1261. Μόλις 12 χρόνων την έστειλαν στην αυλή των Μογγόλων να παντρευτεί τον εγγονό του Τζένγκις Χαν. Ο 50χρονος γαμπρός μέχρι να φτάσει η μικρή πέθανε. Έτσι σύμφωνα με τα έθιμα των Μογγόλων παντρεύτηκε τον 30χρονο γιο του, Αμπακά. Αφού έζησαν μαζί 17 χρόνια, ο Αμπακά πέθανε και η Μαρία πήρε το δρόμο της επιστροφής στη Βασιλεύουσα και έζησε άλλα 30 χρόνια ως μοναχή πια. Της αδελφής της, Ευφροσύνης, η οποία παντρεύτηκε τον Μογγόλο της νότιας Ρωσίας, χάθηκαν οριστικά τα ίχνη της και κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε.
Το ίδιο έκαναν όλοι όσοι είχαν νόθες κόρες. Οι Μογγόλοι κολακεύονταν με τα «συμπεθεριά» αυτά και για κάποιο διάστημα ησύχαζαν και δεν προκαλούσαν προβλήματα στην αυτοκρατορία. Όλες θυσιάστηκαν σαν άλλες Ιφιγένειες στο βωμό των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και των διαφαινόμενων μεγάλων αλλαγών στα σύνορα των κρατών της εποχής εκείνης, τα οποία απειλούσαν πολύ σοβαρά οι ορδές των απογόνων του τρομερού Τζένγκις Χαν.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
- Πηγή: schooltime.gr.