Γεννήθηκε στη Βαρενού της Κρώμνης το 1882, και ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας των Σουμελιδαίων. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος και η Πελαγία. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Αργυρουπόλεως και περάτωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Καισάρεια, στην Ιερατική Σχολή Ζιντζίντερε. Στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906, για να διοριστεί σχεδόν αμέσως πρωτοσύγκελος του μητροπολίτη Χαλδίας και καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Αργυρουπόλεως. Την απασχόληση του καθηγητή κράτησε ως το σχολικό έτος 1910-11. Το σχολικό έτος 1911-12 ανέλαβε τη διεύθυνση της ιδρυθείσας από τον μητροπολίτη Χαλδίας Ιερατικής Σχολής στην Πράσαρη.
Τον Αύγουστο του 1912 έφυγε για το Σουφλί της Θράκης, ως αρχιερατικός επίτροπος του μητροπολίτη Διδυμοτείχου και παράλληλα ασκούσε και το έργο του ιεροκήρυκα.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους συνελήφθη από τους Βούλγαρους και μεταφέρθηκε ως όμηρος στη Σόφια. Αφέθηκε όμως ελεύθερος λίγο αργότερα με την επέμβαση του γαλλικού προξενείου της Σόφιας, και αναχώρησε στην Κωνσταντινούπολη όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Σεβαστείας, βοηθός του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας. Η έναρξη του πολέμου τον βρήκε να περιοδεύει στο δυτικό τμήμα της μητροπόλεως, και μην μπορώντας να μεταβεί στα Κοτύωρα, όπου ήταν η έδρα του μητροπολίτη, κατέφυγε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε ως την υπογραφή της ανακωχής.
Τον Απρίλιο του 1919 τοποθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τοποτηρητής του χηρεύοντος θρόνου της μητροπόλεως Κολωνίας και Νικοπόλεως και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Το 1921 το κίνημα του Κεμάλ είχε ήδη επικρατήσει και η εκκλησιαστική επαρχία Κολωνίας και Νικοπόλεως και το πλήρωμά της έγιναν στόχος των ορδών του Τοπάλ Οσμάν, ενώ στη συνέχεια ο χριστιανικός πληθυσμός της εκτοπίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Ο Γερβάσιος τότε αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στη μονή Ζιντζίντερε, όπου επίσης βρίσκονταν ο μητροπολίτης Ικονίου και ο επίσκοπος Πατάρων. Στη μονή έμεινε ως την υπογραφή της συμφωνίας ανταλλαγής των πληθυσμών, οπότε διορίστηκε από το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας μέλος της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής στο τμήμα Κεντρώας Μ. Ασίας. Από τη θέση αυτήν παρακολούθησε και επιμελήθηκε την αποχώρηση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής και έφυγε από τους τελευταίους, συναποκομίζοντας τα εκκλησιαστικά ιερά και άγια κειμήλια της επαρχίας Καισαρείας, τα περισσότερα από τα οποία κοσμούν σήμερα τους ναούς προσφυγικών οικισμών, ενώ ορισμένα απ’ αυτά διαχειρίστηκε η Επιτροπή Ανταλλαξίμου Περιουσίας.
Λίγο πριν από την αναχώρησή του τέλεσε και την τελευταία αρχιερατική Λειτουργία στη Μερσίνη, η οποία άλλωστε ήταν και το λιμάνι απ’ όπου έφυγε ο ελληνικός πληθυσμός της ΝΑ Μικράς Ασίας.
Στον Πειραιά έφτασε κατά τα τέλη του 1924 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Κοκκινιά, όπου παρέμεινε ως το 1934 ως αρχιερατικός επίτροπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Τη χρονιά αυτή έγινε μητροπολίτης Γρεβενών και βέβαια μετεγκαταστάθηκε εκεί. Πέθανε στις 16 Απριλίου 1943, στην έδρα του, αφού αγωνίστηκε για τελευταία φορά εναντίον των Γερμανών κατακτητών με όλες τις δυνάμεις του. Το 1973 έγινε στη Νίκαια μνημόσυνο με την ευκαιρία της μεταφοράς των λειψάνων του στην πόλη αυτή από τα Γρεβενά.
Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το κοινωνικό έργο του. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Νέα Κοκκινιά συνέβαλε στη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και στην ίδρυση εκκλησιών, νυχτερινών γυμνασίων, σχολείων κτλ., ενώ στα Γρεβενά περισυνέλεξε και φρόντισε τα ορφανά της εκκλησιαστικής επαρχίας του κατά την Κατοχή.
Λίτσα Αβραμίδου-Σουμελίδου
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.