Στους αρχαίους Κέλτες, κατά την επικρατούσα εκδοχή, οφείλεται το παγκόσμιο… έθιμο των πρωταπριλιάτικων ψεμάτων. Κάθε χρόνο την πρώτη ημέρα του Απριλίου στόχος είναι να βρεθεί το κορόιδο που θα πιστέψει το αθώο και ανώδυνο ψέμα – παραδοσιακά στο «κόλπο» μπαίνει και ο Τύπος με ψεύτικες (και συνήθως εξωφρενικές) ειδήσεις.
Οι Κέλτες, λοιπόν, συνήθιζαν την Πρωταπριλιά να βγαίνουν για ψάρεμα, καθώς ο καιρός το επέτρεπε μετά τον παρατεταμένο χειμώνα. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές γύριζαν με άδεια χέρια και έτσι οι ψεύτικες ιστορίες για την «απίθανη ψαριά» και τις συναρπαστικές περιπέτειές τους στη θάλασσα έδιναν κι έπαιρναν.
Κατά μια άλλη εκδοχή, τον Μεσαίωνα οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου. Ο Κάρολος Θ’ ήταν αυτός που μετέθεσε το 1560 ή το 1564 την αρχή του έτους την 1η Ιανουαρίου, ώστε η χώρα του να συμβαδίζει ημερολογιακά με τις άλλες. Όμως, κάποιοι υπήκοοι συνέχιζαν να αλλάζουν χρονιά τον Απρίλιο γι’ αυτό και γίνονταν στόχος πειραγμάτων, περιπαικτικών ψεμάτων ή και ψεύτικων δώρων.
Στην Ελλάδα το έθιμο εκτιμάται ότι έγινε γνωστό την εποχή των Σταυροφοριών.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το ψέμα της Πρωταπριλιάς είναι «ένα σκόπιμο ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την αγροτική παραγωγή». Από τη μεριά του, ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας υποστηρίζει ότι πρόκειται για «έναν συνήθη μηχανισμό στην προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας μιας μαγικής ενέργειας ή ενός δύσκολου έργου, βάσει της αντίληψης ότι η ψευδολογία ξεγελά και εμποδίζει τις βλαπτικές δυνάμεις».
Σήμερα, αρκετοί λαοί –όπως προκύπτει και από τους Έλληνες λαογράφους– πιστεύουν ότι όποιος πει το καλύτερο ψέμα και καταφέρει να ξεγελάσει, τότε θα έχει καλοτυχία. Άλλοι, πάλι, πιστεύουν ότι θα έχει καλή σοδειά. Αντιθέτως, όποιος την «πατήσει» πιστεύεται ότι θα είναι κακότυχος.