Το συγκριτικό μας πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Και σε επίπεδο κοινωνίας και σε στρατιωτικό επίπεδο –που μας ενδιαφέρει στο σχόλιο αυτό–, η σύγκριση είναι καταλυτική υπέρ της Ελλάδας. Υστερούμε στον οργάνωση, στον προγραμματισμό, στη διαμόρφωση μακροχρόνιας πολιτικής που να την υλοποιούν όλες οι κυβερνήσεις, τελευταία και στον εξοπλισμό. Η έκρηξη που γνώρισε η τουρκική οικονομία την ίδια περίοδο που η Ελλάδα μπήκε στη δεκαετή κρίση, δημιούργησε ανισορροπία στους εξοπλισμούς. Ωστόσο, «το παιχνίδι παίζεται». Με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα φροντίσει να καλύψει το εξοπλιστικό χάσμα που δημιουργείται. Απόλυτη ισορροπία δεν θα δημιουργηθεί, αλλά ούτε και αυτή είναι η επιδίωξη.
Η πολιτική της Ελλάδας είναι η ισχυρή αποτροπή. Η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών της έτσι που ο οποιοσδήποτε επιβουλευθεί την ακεραιότητα και τα δικαιώματά της να μην τολμήσει να το κάνει.
Η δυνατότητα αποτροπής έχει εξασθενήσει, αλλά το θετικό είναι ότι έχει γίνει συνείδηση πως οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να ενισχυθούν. Αποτροπή δεν σημαίνει πόλεμος. Αντιθέτως, είναι η μόνη πολιτική με την οποία μπορεί να αποφευχθεί ο πόλεμος αλλά και η εξευτελιστική δορυφοροποίηση της χώρας.
Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η απομόνωση της Τουρκίας από τις Δυτικές δυνάμεις που την στήριζαν πολιτικά και διπλωματικά, και η σχετική γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας με τη συμμετοχή της στις δύο τριμερείς της Ανατολικής Μεσογείου, με τίποτε δεν δικαιολογείται η κατευναστική, μέχρι εξευτελισμού, πολιτική της Αθήνας έναντι της Άγκυρας.
Μια ευέλικτη πολιτική που θα αποφεύγει τις τουρκικές προκλήσεις και το παιχνίδι της Άγκυρας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι αναγκαία. Αλλά οι συνεχείς υποχωρήσεις καθιστούν τη χώρα τροχονόμο της περιοχής στην οποία έχει κυριαρχικά δικαιώματα τα οποία δεν μπορεί να απεμπολήσει. Με λίγα λόγια, και στην επιλογή του κατευνασμού δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική που να προσδιορίζει τα όρια στα οποία σταματάει ο κατευνασμός. Και φθάνουμε, έτσι, να παρενοχλείται το ελικόπτερο που μεταφέρει τον πρωθυπουργό της χώρας στο Αγαθονήσι, και ο ίδιος να το ρίχνει στην πλάκα. «Με υποδέχθηκαν τα τουρκικά αεροπλάνα… τους συνιστώ να μην καίνε πολύ κηροζίνη», είπε, τη στιγμή που του έχουν κάνει σουρωτήρι τον εναέριο χώρο.
Αυτό δεν είναι πολιτική αξιοπρεπούς χώρας, και όποιος το επισημαίνει δεν είναι πολεμοχαρής.
Άλλωστε δεν είναι καθόλου σίγουρο πως και η Τουρκία όχι πόλεμο δεν θέλει αλλά ούτε καν θερμό επεισόδιο. Την Άγκυρα δεν την ευνοεί καθόλου η συγκυρία της περιοχής. Όχι μόνο δεν θα έχει καμία υποστήριξη, αλλά μπορεί και να αντιμετωπίσει δυνάμεις με τις οποίες δεν θα ήθελε να εμπλακεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της.
Θερμό επεισόδιο, ή μια κρίση που θα προσιδιάζει με επεισόδιο, θα έχουμε μόνο αν γίνει συνεννοημένα μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας για λόγους που θα εξυπηρετούσαν, πολιτικά, Τσίπρα και Ερντογάν. Στο εύλογο ερώτημα αν είναι δυνατόν, η απάντηση είναι θετική. Η δίωρη απομόνωση Ερντογάν-Τσίπρα στην Άγκυρα, κατά την τελευταία επίσκεψη του πρωθυπουργού στην τουρκική πρωτεύουσα, βάζει πολλούς σε διάφορες σκέψεις.
Η πρώτη ένδειξη ότι κάτι ετοιμάζεται είναι οι δηλώσεις νυν και πρώην κυβερνητικών αξιωματούχων (Κατρούγκαλου, Τσιρώνη) για τα δικαιώματα της Τουρκίας και για τη γεωγραφική θέση του Καστελόριζου.
Η θέση της Ελλάδας στις συνομιλίες που γίνονται με την Τουρκία είναι η διαπραγμάτευση στη βάση του ενιαίου της θαλάσσιας επικράτειας από τον Έβρο ως το Καστελόριζο. Η απομόνωση του Καστελόριζου θα του στερήσει, λένε οι ειδικοί, την πλήρη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες που θα είχε ως μέρος του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων.
Υπάρχει, βεβαίως, και η θεωρία της κοινωνικής αποδοχής. Εάν η απόφαση για υποχωρήσεις είναι δεδομένη, οι δηλώσεις αποβλέπουν στον κοινωνικό εθισμό στην ιδέα και στην αποδοχή της με το λιγότερο δυνατό πολιτικό κόστος.
Για όσους παρακολουθούν λεπτομερώς τις εξελίξεις δεν περνά απαρατήρητη η εκδήλωση κυβερνητικού ενδιαφέροντος για λύση και στο Κυπριακό. Το διπλωματικό παρασκήνιο υποστηρίζει πως κατά την επίσκεψη του Τσίπρα στην Ουάσιγκτον και τη συνάντησή του με τον Τραμπ συμφωνήθηκε η επίλυση, πραγματικών ή μη, εκκρεμών ζητημάτων της Ελλάδας με Σκόπια, Τίρανα, Άγκυρα και Κυπριακό. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να διακρίνει κανείς ότι όλα αυτά τα ζητήματα ετέθησαν άμα τη επιστροφή του Τσίπρα από την αμερικανική πρωτεύουσα. Η λύση είναι επιθυμητή. Αλλά ποια λύση; Η οποιαδήποτε; Όχι, βεβαίως. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να «λύσει» τέτοιας βαρύτητας ζητήματα στο τέλος της θητείας της.