Εν τη ρύμη του λόγου, χάριν συντομίας ή γιατί έτσι απαιτεί το νοηματικό πλαίσιο του λόγου μας, αναγκαζόμαστε συχνά να γενικεύουμε αναφερόμενοι σε ομάδες ανθρώπων που έχουν την οποιαδήποτε κάποια κοινή ιδιότητα. Λέμε, για παράδειγμα, «οι γυναίκες», «οι βουδιστές», «οι Ιρλανδοί», «οι μαθητές», «οι απόδημοι», «οι καρκινοπαθείς», «οι δημοσιογράφοι», και ούτω καθ’ εξής. Είναι προφανές ότι αυτό είναι αναγκαίο και δόκιμο να γίνεται στη βάση μιας συζήτησης για θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά ενός συνόλου ή για την εικόνα του μέσου όρου του σε συγκριτικές προσεγγίσεις.
Θα πούμε, φερειπείν, «οι έφηβοι έχουν τα προβλήματά τους» ή «οι ποδοσφαιριστές σήμερα είναι πιο αθλητικοί σε σχέση με παλαιότερα».
Ο ανθρώπινος νους ρέπει στην απλούστευση, στη λειτουργική οικονομία που προσφέρουν οι συμπερασματικές γενικεύσεις. Αυτό αποτελεί βασική ιδιότητα της μαθησιακής του ικανότητας. Επίσης, τρόπος διαχείρισης των πολυποίκιλων πληροφοριών που δέχεται και των αναλύσεων που πρέπει να κάνει συνεχώς για την καθημερινή λήψη αποφάσεων μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας. Στην εποχή μας, βέβαια, η φόρτιση του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν έχει προηγούμενο. Ο σύγχρονος τρόπος διαβίωσης και οργάνωσης των κοινωνιών, η πρόσβαση στη γνώση και σε κάθε είδους πληροφορίες και η τεχνολογία δημιουργούν έναν καθημερινό καταιγισμό ερεθισμάτων. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, το μυαλό που ως γνωστόν είναι «ένα, χειμώνα-καλοκαίρι», να ενδίδει όλο και περισσότερο στη γενίκευση.
Κι εδώ εντοπίζεται ένας τεράστιος κίνδυνος της σύγχρονης ζωής. Γιατί η γενίκευση ως τρόπος σκέψης θέλει κι αυτή διάκριση και μέτρο. Θα ήταν τραγικό, για να αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα, εάν μέσα στις δύσκολες συνθήκες και τη φόρτιση των καθημερινών καθηκόντων μου ως πανεπιστημιακού, αρχίσω να θεωρώ τους φοιτητές μου μια άμορφη και ενιαία μάζα. Θα είναι ατυχές εάν στο σκεπτικό και την καθημερινή πρακτική μου κυριαρχήσει ως γενίκευση το «οι φοιτητές»∙ θα αρχίσει να έρχεται τότε –μοιραία– σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι οι φοιτητές μου είναι ξεχωριστά άτομα με διαφορετικές, αυτόνομες προσωπικότητες. Είναι ο Γιώργος, ο Ανδρέας, η Άννα, η Ευανθία και πάει λέγοντας. Εάν εκπέσω κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπάρξει μια λεπτή ποιοτική διαφοροποίηση της νοοτροπίας μου ως πανεπιστημιακού δασκάλου. Αυτή η λεπτή διαφορά, όμως, θα μεταφραστεί σε καθημερινή πρακτική∙ οι πράξεις μου θα διαπνέονται από άλλο πνεύμα, θα έχουν έναν κάποιον άλλο απτό αντίκτυπο.
Τρέμω στην ιδέα ενός μέλλοντος που ίσως να μην είναι τόσο μακριά.
Σ’ αυτόν τον εφιάλτη, στις ανταγωνιστικές και φιλοεξουσιαστικές τάσεις των ανθρώπων και στη ροπή τους να ομαδοποιούνται για να συγκρουστούν με αντίπαλες ομάδες, θα συνεργεί πια και μια παγιωμένη, σχεδόν αυτοματοποιημένη ομόγνωμη κίνηση των διανοιών τους προς τη γενίκευση. Αυτή η μεταβολή στην ανθρώπινη διανόηση θα αποτελέσει εύφλεκτο υπόστρωμα για τη φωτιά τής κάθε είδους μισαλλοδοξίας.
Στον αντίποδα, σκέφτομαι το παράδειγμα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού στην παραβολή που είπε για το πρόβατο που χάθηκε. «Υπάρχει κανείς άνθρωπος ανάμεσά σας που αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει το ένα, δεν παρατάει τα ενενήντα εννιά στην ερημιά και πάει να ψάξει το χαμένο μέχρι να το βρει; Κι όταν το βρει, το παίρνει στους ώμους του να το κουβαλήσει πίσω όλο χαρά∙ και σαν επιστρέψει σπίτι προσκαλεί φίλους και γειτόνους λέγοντάς τους: ελάτε να μοιραστούμε τη χαρά μου ότι βρήκα το πρόβατό μου που ’χε χαθεί» (Λουκ. 15,4-6).
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση ο ενικός αριθμός. Μόνο ένα από τα εκατό πρόβατα χάθηκε. Και ο καλός ποιμένας στράφηκε σε αυτό ειδικώς∙ δεν υπολόγισε γενικώς τους μέσους όρους, ούτε τις λελογισμένες και αποδεκτές ετήσιες απώλειες προβάτων ανά κοπάδι∙ ούτε έβαλε στο ζύγι τις πιθανότητες του κινδύνου που ενδεχομένως να διέτρεχαν τα υπόλοιπα ενενήντα εννέα που θα παρατούσε στην ερημιά, έναντι των πιθανοτήτων να βρει –όντως– το ένα χαμένο του πρόβατο. Για τον καλό ποιμένα δεν υπάρχει, λοιπόν, γενικώς ένα κοπάδι, αλλά ένα άθροισμα ξεχωριστών ατόμων. Επειδή αγαπά κι εκτιμά κάθε ένα ξεχωριστά, γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι αγαπά, τελικά, ολόκληρο το κοπάδι. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η αντίστροφη κίνηση, δηλαδή η αγάπη του κοπαδιού και της προβατοτροφίας γενικώς, μπορεί να οδηγήσει στην άδολη, κεκαθαρμένη κι αστείρευτη αγάπη του καθενός ζωντανού ξεχωριστά.
Στο πλαίσιο αυτό, υποψιάζομαι ότι και η διατύπωση της θεμελιώδους εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. 12,31) δεν είναι τυχαία.
Ίσως να μην είναι τυχαίος ο ενικός αριθμός: τον πλησίον. Θα μπορούσε να πει: «τους πλησίον» ή «όλους τους ανθρώπους». Η γενίκευση, όμως, αποφεύγεται, και προτείνεται, όχι τυχαία, η κίνηση από το μέρος προς το όλον∙ όχι το αντίστροφο. Εάν εμπράκτως και με διάκριση δείχνει κανείς την εμπρόσωπη αγάπη του στον κάθε «πλησίον» του όπως πρέπει και απαιτείται τη δεδομένη στιγμή, ίσως και να ’χει κάποιο δικαίωμα να πει πως –ναι!– τελικά «όλον τον κόσμο αγαπά».
Φοβού: τις γενικεύσεις της αδιάκριτης αγαπολογίας, ότι προοιωνίζονται κοινωνίες απάνθρωπες∙ τους ποιμένες που μπορούν χωρίς τύψεις να θυσιάσουν τριάντα πρόβατα για να μην διακινδυνεύσουν (δήθεν) τα υπόλοιπα εβδομήντα∙ τα παχιά λόγια για αγάπες προς έναν απρόσωπο «άλλο» που κάθε φορά θα είναι άλλος, κι όχι εσύ που βρίσκεσαι πλησίον.