Πώς να οριοθετήσει κάποιος την έννοια του έθνους και πώς να την τοποθετήσει εντός τυπολογικών περιχαρακώσεων… Το τι είναι έθνος ορίζεται από τις ίδιες τις αισθητικές προσλαμβάνουσες και τις παραδόσεις οι οποίες διέπουν το «χαρακτήρα» μιας συλλογικότητας. Το έθνος προσδιορίζεται από την ίδια τη φύση των πραγμάτων και ανάγεται σε ζήτημα μεταφυσικής πρόσληψης, καθώς άλλωστε εξ ορισμού εγκολπώνεται τέτοιας φύσης ζητήματα κατά την αντίληψή του.
Όπως έγραψε ο Παναγιώτης Κονδύλης, είναι «πρακτικά αδιάφορο αν το αίσθημα της ταυτότητας εδράζεται ή όχι σε μια πλασματική κατασκευή. Ακόμα κι αν συμβαίνει το πρώτο, καθοριστική σημασία έχει το ότι η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης χρειάζεται μια τέτοια πλασματική κατασκευή».
Στόχος του ήταν να περιγράψει με ακρίβεια την ανάγκη καλλιέργειας μιας συλλογικής συνείδησης και ταυτότητας, αν δεν προϋπάρχει ως αποτυπωμένο συλλογικό βίωμα, προκειμένου να επιτευχθεί το μείζον: η επιβίωση. Συλλογικές κοσμοθεωρητικές αποφάσεις όπως οι μύθοι, οι θρησκείες και οι ιδεολογίες, συνιστούν εκφάνσεις –πραγματικές ή πλασματικές– του συγκεκριμένου επίμονου αγώνα για επιβίωση, όρος ο οποίος συνυφαίνεται με την προάσπιση της ετερότητας ως έχει.
Κατά συνέπεια, πέραν της οντολογικά αδιαμφισβήτητης παρουσίας του έθνους ως ταυτοτικής αναφοράς, καθίσταται αντιληπτό ότι το παραγόμενο αφήγημα του «εθνικισμού» εμπεριέχει τα ανάλογα χαρακτηριστικά της πολιτικής σκοπιμότητας. Η εμπέδωση του εθνικισμού πραγματοποιείται με απώτερο σκοπό την αύξηση της εσωτερικής ομοιογένειας και την εξασφάλιση της πίστης και της νομιμοφροσύνης των άλλοτε «υπηκόων» και νυν «πολιτών».
Τα παραπάνω συνιστούν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας είτε ανθρωπολογικά νομιμοποιημένης με στέρεες βάσεις στο γίγνεσθαι, είτε δεσποτικά επιβαλλόμενης «από τα πάνω». Στην πρώτη περίπτωση η προαναφερθείσα «πολιτική σκοπιμότητα» συνδέεται με αίτημα ελευθερίας και συλλογικής συγκρότησης, ενώ στη δεύτερη αποτελεί μεθόδευση στρατηγικής φύσεως μιας δεσποτείας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ενδέχεται να υπάρχουν ηγεσίες οι οποίες εμφορούνται από στοιχεία ιδιωτείας και προσωπικής ανέλιξης, αλλά η προέλευση και η κατεύθυνση του αιτήματος παραμένει το διακριτό σημείο αναφοράς.
Με βάση τα προαναφερθέντα είναι μάλλον σαφές πού κατατάσσεται η Τουρκία, ενώ την απάντηση μας την προσφέρει εμμέσως ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας: «Πίσω από την αρχή του Ατατούρκ “ειρήνη στη χώρα και ειρήνη στον κόσμο”, υπάρχει ο απολογισμός αυτής της συγκυριακού χαρακτήρα ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής».
Με άλλα λόγια, η στρατηγική αδυναμία και η ανάγκη να κερδηθεί χρόνος επέβαλαν στον Κεμάλ την ουδετερότητα στις διεθνείς σχέσεις, καθώς η πορεία συγκρότησης κράτους έπρεπε να συνοδευτεί από την αντίστοιχη του έθνους ως προϋπόθεση εσωτερικής συνοχής και επιβίωσης.
Ο Κεμάλ, δηλαδή, διείδε το οριστικό τέλος των πολυεθνικών αυτοκρατοριών μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και επέβαλε τη δημιουργία εθνοκράτους, προκειμένου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της χερσονήσου της Μικράς Ασίας να μπορέσουν να ετεροπροσδιορίζονται και να έχουν διακριτή πολιτική ταυτότητα σε μια «μετα-millet» περιοχή και εποχή. Πέτυχε; Θεμελίωσε ένα κράτος με εγγενείς ταυτοτικές αντιφάσεις, στοιχείο που επιβαρύνει οποιαδήποτε οριστική απάντηση. Πρόκειται για έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης, τον οποίο όλα τα κράτη διεξάγουν στο διεθνές επίπεδο, αλλά η Τουρκία τον διεξάγει και εσωτερικά.
Μόνιμη επωδός πολλών σπουδαίων ή/και σπουδαιοφανών –με τάσεις ιδιωτικής ανέλιξης μέσω συλλογικής αυτοκτονίας– Ελλήνων του πνευματικού κόσμου είναι ότι η Ελλάδα συνιστά ένα ακριβώς ίδιο παράδειγμα. Γι’ αυτούς, η ελληνική ταυτότητα καλλιεργήθηκε και αυτή «από τα πάνω» επί «ετεροπροσδιοριζόμενων και αλλόγλωσσων πληθυσμών». Δεν κρίνεται σκόπιμο να ανατρέξουμε στον Βατάτζη και στην πρώιμη «βυζαντινή αναγέννηση» ή στις δεκάδες προεπαναστατικές εξεγέρσεις και στο όνομα ποιας υπόθεσης και ποιας επίκλησης πραγματοποιήθηκαν.
Αρκεί να θυμηθούμε το πρόταγμα του αμιγώς εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, την εθνική συνείδηση όπως συμπυκνώνεται στην «ευχή για την Κωνσταντινούπολη» του Κολοκοτρώνη, τη σημαία υπό την οποία πολέμησαν οι Επαναστάτες. Τους Έλληνες δεν χρειάστηκε να τους κινητοποιήσει κάποιος αποκαλώντας τους «Έθνος των Ορθοδόξων Χριστιανών» όπως συνέβη με το «Έθνος του Ισλάμ» εκατό χρόνια αργότερα… Οι Έλληνες κινητοποιήθηκαν ως Έλληνες με τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους, αλλά πάντοτε με υπερκείμενη την ενιαία ελληνική ταυτότητα. Η ίδια η εξέλιξη της ιστορίας επαληθεύει την εν λόγω θέση, καθώς είναι παγκοίνως αναγνωρισμένο ότι το ελληνικό κράτος αποτέλεσε ξεχωριστή περίπτωση εσωτερικής ομοιογένειας κατά τις κατοπινές δεκαετίες.