Ήταν σούρουπο όταν το βαπόρι με τους ξεριζωμένους της Θράκης έφτασε από την Ηράκλεια στην Πάνορμο. Οι Τούρκοι ζαπτιέδες τούς ξεφόρτωσαν σαν άβουλο κοπάδι, τους στοίβαξαν σε μιαν άκρη του λιμανιού και τους παράτησαν εκεί έξω, στο αγιάζι και το κρύο. «Πού θα μας πάνε;», «Τι θα μας κάμνε;» αναρωτιούνταν τουρτουρίζοντας. Κουκουλώθηκαν με τα χράμια και τις κουρελούδες τους, σφιχταγκαλιάστηκαν γονείς με παιδιά, και κούρνιασαν επάνω στους μπόγους τους να διαβούν τη νύχτα. Καρδιές μαγκωμένες, πρόσωπα χαμένα, μάτια φοβισμένα.
Δεν μιλούν. Ο φόβος σφαλεί τα στόματα. Πού και πού ένα βογκητό, ένας πνιχτός λυγμός, ένα παιδικό κλάμα που γυρεύει ζεστή αγκαλιά, μια κατάρα, μια ψιθυριστή προσευχή σπάζουν την ησυχία της νύχτας.
Τα μεσάνυχτα τους έπιασε κι η βροχή. Μια βροχή χειμωνιάτικη, σιγανή, ένα ασταμάτητο τσουρ-τσουρ που τους τρύπαγε ως το μεδούλι. Με το πρώτο φως είδαν πως δεν ήτανε μονάχοι. Κι άλλοι Ρωμιοί φαντάσματα ήταν στοιβαγμένοι λίγο παρακείθε και ξενύχτησαν μες στη βροχή. Οι άντρες λιγοστοί, κι οι πιο πολλοί γέροι. Το πρωί τα βαπόρια άρχισαν να φέρνουν και καινούργια κοπάδια εκτοπισμένων, που ανακατεύονταν με τους παλιούς. Στο τέλος της ημέρας ήτανε τόσο το πλήθος, που οι καινούργιοι δεν έβρισκαν τόπο να αφήσουν τους μπόγους τους και στριμώχνονταν κολλητά ο ένας στον άλλο.
Ξάγρυπνοι, βρεγμένοι και νηστικοί, έμειναν εκεί έξω τέσσερα μερόνυχτα. Περικυκλωμένοι από στρατιώτες και ζαπτιέδες, δεν μπορούσαν να ξεμακραίνουν ούτε ρούπι. Πολλοί ψήνονταν στον πυρετό, διψούσαν και παρακαλούσαν κλαίγοντας για λίγο νερό, όμως δεν τους άφηναν να πεταχτούν ούτε ως τη βρύση, που την άκουγαν να τρέχει κελαρυστή αντίκρυ απ’ τον δρόμο. Οι άρρωστοι πολλοί, και κάθε μέρα πέθαιναν. Ο παπα-Θεοχάρης πανταχού παρών. Να παρηγορήσει, να γλυκάνει τον πόνο, να δώσει κουράγιο, να ξεπροβοδίσει τον συγχωρεμένο.
Την πέμπτη μέρα, μες στα βαθιά χαράματα, άγριες φωνές κι απανωτά σφυρίγματα τους σήκωσαν στο πόδι. Οι ζαπτιέδες με τα τουφέκια στα χέρια χώρισαν άρον-άρον στην τύχη κοντά στους χίλιους πρόσφυγες, τους έβαλαν σε αράδες και κίνησαν. Ακούστηκε πως θα τους πήγαιναν με το τρένο στο Μπαλίκεσιρ, το Σουσουρλού και το Αξάρ.
Μόλις έφυγαν αυτοί, άλλο ένα κοπάδι, γύρω στα πεντακόσια άτομα, κίνησε με τα πόδια για την Ανατολή. Μέσα κι η φαμίλια του παπα-Θεοχάρη. Περπάτησαν την πρώτη μέρα, περπάτησαν τη δεύτερη, οι μέρες διάβαιναν κι ο δρόμος-δρόμος. Πού θα πάνε, άγνωστο. Μόνο περπατούσαν. Απ’ το χάραμα ως τη νύχτα. Τα πόδια τους μπατίκωναν μες στη λάσπη και το κοκκινόχωμα, κι έγιναν ασήκωτα.
Ασήκωτοι κι οι μπόγοι τους απ’ τη βροχή, τους μεσόκοψαν. Πολλοί τούς πετούσαν για να μπορούν να ακολουθήσουν.
Η έννοια ολωνών μία: να μη μείνουν πίσω για κανέναν λόγο. Κι ας ήταν άρρωστοι. Κι ας πεινούσαν. Κι ας διψούσαν. Κι ας τουρτούριζαν απ’ την παγωμένη βροχή και το ψιλόχιονο. Κι ας άνοιξαν τα πόδια τους μες στα τρύπια τους ποδήματα. Κι ας είχαν παραισθήσεις απ’ την πολυήμερη ξαγρύπνια. Κι ας κουβαλούσαν στην πλάτη τους μωρά, παιδιά, γυναίκες ετοιμόγεννες, γερόντους ανήμπορους. Κι ας κουλάθηκαν τα χέρια τους απ’ τους μπόγους. Κι ας ήταν η λέρα στο κορμί τους ένα δάχτυλο, η ψείρα με την οκά και τα ρούχα τους γεμάτα κόνιδες. Κι ας ξύνονταν απ’ τη φαγούρα ίσαμε να γδαρτούν και να ματώσουν. Κι ας ένιωθαν απανωθιό τους την ανάσα και το κουρμπάτσι του τσαούση. Κι ας τους χτυπούσαν οι τσέτες μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια των ζαπτιέδων. Όλα αυτά έπρεπε με κάθε τρόπο να τ’ αντέξουν και να σταθούν όρθιοι. Γιατί… αλίμονο στον δύστυχο που θα έπεφτε! Οι ζαπτιέδες έτρεχαν κοντά του, του φώναζαν καναδυό φορές «Γιουρού! Γιουρού!», κι αν δεν σηκωνόταν, τον παρατούσαν πίσω μόνο κι αβοήθητο. Και δεν άφηναν κανέναν να μείνει να τον βοηθήσει. Το κοπάδι συνέχιζε χωρίς αυτόν, κι όποιος δικός του –μάνα, πατέρας, γιος, αδερφός– παράκουγε κι έτρεχε κοντά του, σε λίγο έπεφτε κι αυτός καταγής αναίσθητος απ’ τα χτυπήματα των ζαπτιέδων. Και ήταν φοβερό για τους υπόλοιπους να βλέπουν απ’ τη μια τους πεσμένους με χέρια απλωμένα και ξέψυχη λαλιά να παρακαλούν για βοήθεια, και απ’ την άλλη τους συγγενείς τους να προχωρούν με το βλέμμα τους καρφωμένο πίσω και να σπαράζουν αλλόφρονες. Κι έσφιγγε κι άλλο η ψυχή τους όταν έβλεπαν από πάνω τους τα όρνεα που μυρίστηκαν φαΐ, να γυροφέρνουν έτοιμα να βουτήξουν, και τ’ αγρίμια να έχουν βγει απ’ το διπλανό κουρί και να παραφυλάνε για να ορμήξουν πρώτα, πριν προλάβουν τα όρνεα.
Κάθε σούρουπο, ο ζαπτιές που πήγαινε καβάλα μπροστά διάλεγε ένα ξέφωτο, σταματούσε και σήκωνε το χέρι. Εκεί θα ξημερώνονταν. Κάθονταν τότε πάνω στους μπόγους τους και καρτερούσαν με λαχτάρα το ψωμί τους. Ένα καλαμποκίσιο ξεροκόμματο για τον καθένα, που τις πιο πολλές φορές τούς το πετούσαν από μακριά σαν τα σκυλιά. Κι ύστερα, άντε να περάσει η νύχτα. Πού να σφαλίσεις μάτι; Ένας βουβός θρήνος σερνόταν όλη νύχτα πάνω απ’ το κοπάδι, απ’ άκρη σ’ άκρη. Έκλαιγαν αυτοί που έχασαν στο δρόμο τούς ανθρώπους τους, έκλαιγαν κι οι υπόλοιποι που φοβούνταν πως αύριο μπορεί ένας δικός τους, μπορεί και οι ίδιοι να ξεμείνουν πίσω και να γίνουν τροφή στα όρνεα και τ’ αγρίμια.
(Φωτ.: Facebook / Georgios Manos)
Ανέβηκαν σε ράχες κι αψηλώματα, κατέβηκαν σε πλατώματα κι ερημιές, διάβηκαν ντερέδες, βαλτόνερα, ξερότοπους και πυκνά ορμάνια. Έγιναν πολλές φορές μούσκεμα κι άλλες τόσες στέγνωσαν επάνω τους. Έπεσαν, σηκώθηκαν, ένιωσαν στο βέρκο τους την ανάσα του χάρου, πήγαν στον άλλον κόσμο και γύρισαν. Είδαν απ’ έξω χωριά και πολιτείες δίχως ποτέ να τους αφήσουν να μπουν μέσα. Πέρασαν κοντά απ’ το Μιχαλίτσι, περπάτησαν πλάι στη λίμνη της Απολλωνίας, διάβηκαν ανάμεσα απ’ το Παλαδάρι και το Νεοχώρι, κατηφόρισαν προς την Προύσα, είδαν στα δεξιά τους τον Όλυμπο της Βιθυνίας (Κεσίς Νταγ), και συνέχιζαν μέσ’ από ακατοίκητα μέρη για την Ανατολή.
Οι κουβέντες τους λιγοστές: «Να μας έλεγαν, μπάρεμ, πόσον δρόμο έχουμε ακόμα!», «Μπα, θα πορπατούμε ώσπου να πεθάνμε ούλ’!».
- Πηγή: Facebook / Georgios Manos.
- Το απόσπασμα αποτελεί προδημοσίευση από (υπό έκδοση) βιβλίο του συγγραφέα Γεώργιου Μάνου.