Ο βίος των μοναχών, ησυχαστών, αναχωρητών και ερημιτών της ορθόδοξής μας πίστης και παράδοσης, στη γνήσια μορφή του αποτελεί οδοδείκτη τελείας ακτημοσύνης, αφιλοκέρδειας και ταπείνωσης. Καθώς δεν γίνεται να υπηρετεί κανείς δύο κυρίους, οι ασκητές ενδύονται το αγγελικό σχήμα και επιλέγουν εμπράκτως και ξεκάθαρα τον έναν. Έτσι είπε ο Κύριος: «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Λουκ. 16,13). Αυτοί λοιπόν επιλέγουν τον Θεό, αποτάσσονται τα του κόσμου και γίνονται, κατά το μέτρο της δωρεάς της Θείας Χάριτος, όντως πνευματικοί άνθρωποι.
Αλλά και για όλους όσοι θέλουν να ακολουθήσουν κάπως αυτό το παράδειγμα, αλλά ζουν «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου», καταπώς το γράφει ο Κ.Π. Καβάφης, υφίστανται ευκαιρίες.
Μπορούν να δείξουν με πράξεις την προαίρεση και την κλίση τους προς ένα παρόμοιο φρόνημα. Αυτοί, λοιπόν, που θέλουν να είναι γνήσιοι πνευματικοί δημιουργοί, καλοσυνάτοι κι έμπλεοι αγάπης δάσκαλοι, υπηρέτες κι ευεργέτες του συνόλου μέσα στην κοινωνία, με κάποιους τρόπους, με κάποιες επιλογές τους δείχνουν την αφιλοκέρδεια και την ανιδιοτέλειά τους.
Οι αφιερωμένοι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες και οι άνθρωποι που παράγουν ωφέλιμο για τον κόσμο πνευματικό έργο, προφανώς και αμείβονται για το έργο τους – άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Πρέπει κι αυτοί να βγάλουν τα προς το ζην. Όμως κάποιοι λίγοι, ξεχωριστοί ανάμεσα σ’ αυτούς, με κάποιον τρόπο καταλαβαίνουν πως το έργο τους τους ξεπερνά ως πρόσωπα. Έτσι, συνειδητά ή –τις πιο πολλές φορές– ασυνείδητα, ενισχύουν την αυθεντικότητα, τη δυναμική και τη διεισδυτικότητά του έργου τους στο ευρύ κοινό με πράξεις ανιδιοτέλειας. Δείχνουν τοιουτοτρόπως ότι η πνευματική τους προσφορά δεν είναι ένα ακόμα προϊόν για κατανάλωση, ένα μέσον κερδοφορίας ή ένας τρόπος ατομικής προβολής ενταγμένος σε μια προσπάθεια απόκτησης επιρροής, ισχύος κι εξουσίας οποιαδήποτε μορφής.
Το κοινό, δηλαδή όλοι μας, θα έπρεπε να αποζητά αυτούς τους ανθρώπους∙ ν’ ακούει με προσοχή αυτά που έχουν να του πουν και να κοινωνεί τα έργα τους. Αντί γι’ αυτό, όμως, στην εποχή μας βιαζόμαστε να παρασυρθούμε. Να ενδώσουμε στην εκτεταμένη κι επίμονη προβολή ορισμένων, που με το στανιό και για τους δικούς τους σκοπούς τα συστήματα των εξουσιών θέλουν να μας τους περάσουν για σπουδαίους.
Αντί να ψάξουμε, να ανακαλύψουμε μόνοι μας το αυθεντικό, το όμορφο κι εκείνο το θαυμάσιο που μιλάει απευθείας στην ψυχή τ’ ανθρώπου, ξεπέφτουμε στην ευκολία των υποπροϊόντων που μας σερβίρουν οι επίβουλοι.
Αυτά όμως είναι επικίνδυνα πράγματα. Η πνευματική δημιουργία σε κάθε εποχή διαμορφώνει συνειδήσεις, νοοτροπίες και αντιλήψεις. Κι αυτές μεταφράζονται σε πράξεις, πρακτικές κι επιλογές. Οι θεωρίες και τα διανοητικά σχήματα διαμορφώνουν λίγο-λίγο τρόπο ζωής. Γίνονται παιδεία, πολιτική, οικονομία, δημόσια ασφάλεια, εθνική άμυνα, εξωτερική πολιτική. Η διανόηση δημιουργεί δυνάμεις που αθροίζονται σε κάποια συνισταμένη και στο τέλος πάνε μια κοινωνία, μια χώρα, μπροστά ή πίσω, πάνω ή κάτω.
Πώς να καταλάβει ο κοσμάκης; Πώς να ξεχωρίσει τ’ αληθινό από το ψεύτικο, έτσι που είναι ζαλισμένος από τον καταιγισμό της πληροφορίας; Πώς να ξεχωρίσει το αγαθό «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες» (Κ.Π. Καβάφης) που μανιωδώς καταγίνονται στο να ωραιοποιούν τα φαύλα; Αγαθολογούν σερβίροντας το κακό, αγαπολογούν ενσταλάζοντας μίσος. Στο όνομα της ομόνοιας σπέρνουν διχόνοια, στο όνομα της προόδου οπισθοδρομούν, στο όνομα της ειρήνης σπέρνουν ανέμους, στο όνομα της δημοκρατίας την καταργούν κατά το δοκούν.
«Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά» λέει η παροιμία, αλλά στην πατρίδα απόμεινε – δεν απόμεινε μια αλλαξιά. Λίγη καχυποψία δεν βλάπτει, ότι σε λίγο θ’ απομείνουμε τσίτσιδοι να ψέλνουμε: «τον παλαιόν λαμπρόν νυμφώνα σου βλέπω Ελλάς μου κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ». Θα ψάχνουμε τότε τους αυθεντικούς πνευματικούς ανθρώπους που καταφρονήσαμε για να τους παρακαλέσουμε: «λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής», θα τους λέμε. Μα αυτοί θ’ απαντούν πως «τώρα είν’ αργά»∙ «συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ’ εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και κολλύριον ίνα εγχρίση τους οφθαλμούς σου ίνα βλέπης» (Αποκ. 3,18).
Ο υπέροχος καλλιτέχνης, ο σατιρικός σκιτσογράφος που δημοσιεύει τα έργα του με το όνομα Αρκάς, είναι χωρίς αμφιβολία ένας σπουδαίος άνθρωπος του πνεύματος της πατρίδας μας.
Κι εγώ όπως κι εσείς δεν γνωρίζουμε το πραγματικό του όνομα∙ δεν ξέρουμε ποιος είναι. Παραμένει άγνωστος εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Αυτός ήταν ο τρόπος του, για να δείξει πως στόχος του είναι να στηλιτεύει τις νοοτροπίες που τροφοδοτούν το εξουσιαστικό φρόνημα∙ και βέβαια, όχι να γίνει μέλος ή υπηρέτης τής κάθε μορφής εξουσίας. Ο καλλιτέχνης παραμένει στην αφάνεια όχι επειδή έχει σχεδιασμένη κάποια στρατηγική, αλλά γιατί νομίζω πως τέτοιος είν’ ο χαρακτήρας του. Αυτό, όμως, ενισχύει την αξιοπιστία του. Δείχνει εμπράκτως την έλλειψη υστεροβουλίας.
Πρόσφατα δήλωσε πως «ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κομματικός τυχοδιωκτισμός και η ανενδοίαστη εξαπάτηση υπήρχαν πάντα, άλλα έχουν φτάσει στον κολοφώνα τους» σήμερα. «Απέναντι σ’ αυτή την αθλιότητα κανένας έντιμος άνθρωπος δεν δικαιούται να παραμείνει σιωπηλός», είπε. Υπάρχουν εκεί έξω έντιμοι Έλληνες, για ν’ ακούσουν την ανυστερόβουλη κραυγή της αγωνίας του;