«Αγαπημένε, καλέ, γλυκέ, αγγελικέ μου πατερούλη. [….] Έχουμε υπέροχο καιρό, ακριβώς αυτόν που χρειάζεται ο κήπος μου και το αγρόκτημα. Αυτό το τελευταίο γίνεται πολύ συμπαθητικό και αποτελεί από τώρα υπόδειγμα για τους χωρικούς. Όλα σχεδόν αναπτύσσονται καλά. […] Να μην πολυλογώ, είναι όμορφος, συγχρόνως βρίσκεται σε ιδανική απόσταση. Αν ιππεύσω γρήγορα θέλω μισή ώρα για να φτάσω εκεί». Μέσα σε λίγες μονάχα γραμμές, και στη μοναδική καταγραφή που έχει διασωθεί, η βασίλισσα Αμαλία εκθειάζει στον πατέρα της, τον Αύγουστο τον δούκα του Ολδεμβούργου, το κτήμα της στην δυτική Αττική με τον όμορφο (και για πολλούς άγνωστο) πύργο του.
Αυτό το αγαπημένο ενδιαίτημα της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας, ένα κτίσμα-απομίμηση του κάστρου Χοχενσβανγκάου στη Βαυαρία, σήμερα είναι επισκέψιμο για το κοινό, το οποίο μπορεί να δοκιμάσει και τα κρασιά του κτήματος.
Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό ξεναγηθήκαμε για τρεις περίπου ώρες στον Πύργο Βασιλίσσης· το ησυχαστήριο της Αμαλίας σήμερα είναι σχεδόν κρυμμένο από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στο Ίλιον. Όπως και το κτήμα ανήκει στην οικογένεια Σερπιέρη, που αποφάσισε να το… ανοίξει για τους κοινούς θνητούς, την ώρα που οι στάβλοι νοικιάζονται σε ιδιώτες.
«Δεν ήταν ποτέ παλάτι, ούτε κατοικία της βασίλισσας. Απλά ερχόταν το πρωί με το άλογο –μάλιστα, όπως είχε γράψει και η ίδια, έκανε την απόσταση Σύνταγμα-Ίλιον μέσα σε μισή ώρα–, ξεκουραζόταν λίγο, έτρωγε, έβλεπε τους φίλους της και το απόγευμα επέστρεφε ανάκτορα», εξηγεί ο Βασίλης Κουτσαβλής, ο ξεναγός μας σε αυτό το ταξίδι πίσω στο χρόνο.
Αρχιτέκτονας του γοτθικού ρυθμού πύργου με τις διακοσμητικές οχυρωματικές απολήξεις εικάζεται ότι είναι ο Φρανσουά Μπουλανζέ. Ο περίκλειστος αγγλικού τύπου κήπος, μια μικρογραφία του Εθνικού Κήπου, σχεδιάστηκε από τους Σμιτ και Μπαρό. Οι διακεκριμένοι τεχνίτες δημιούργησαν ένα κτήμα-πρότυπο ακολουθώντας τις επιθυμίες της Αμαλίας, η οποία ζήτησε τους αγαπημένους της φοίνικες, όπως και στην Αθήνα, μιας και ο κορμός της θύμιζε τις κολόνες των αρχαίων ναών, ενώ τα φύλλα τα έβλεπε σαν ακτίνες βασιλικού στέμματος.
Η επίσκεψη αρχίζει…
Η περιοχή στο Ίλιον είχε έξι φυσικούς λόφους και η Αμαλία ζήτησε να δημιουργηθεί ένας έβδομος, τεχνητός, ως αναφορά στην Κωνσταντινούπολη. Σε καθέναν λόφο δόθηκε το όνομα Αργοναύτη.
Σήμερα οι επισκέπτες περνούν πρώτα από τους ανακατασκευασμένους στάβλους και φτάνουν στον όμορφο κήπο με τα δύο εντυπωσιακά σιντριβάνια –το σύμβολο του λωτού κυριαρχεί σε αυτά–, και τα καταπράσινα παρτέρια που αντίκριζε όταν έβγαινε στο μικρό μπαλκόνι του πύργου της η βασίλισσα, μια προσθήκη που, όπως πιστεύεται, η ίδια είχε ζητήσει από τον αρχιτέκτονα, μιας και το γλυκό κλίμα της Ελλάδας το επέτρεπε.
Η φροντίδα του μπαξέ ήταν το καμάρι και το μεγάλο πάθος της Αμαλίας.
Σε περίοπτη θέση στον κήπο βρίσκονται δύο αγάλματα και μία σαρκοφάγος που εντοπίστηκαν κατά την θεμελίωση του Μεγάρου Σερπιέρη στο κέντρο της Αθήνας. «Ο Όθωνας σπάνια ερχόταν εδώ», τονίζει ο Βασίλης Κουτσαβλής, και προσθέτει ότι ο βασιλιάς συνήθιζε να πηγαίνει με τους φίλους του στον Πλάτανο της Κηφισιάς. Ο Πύργος, άλλωστε, ήταν μια γυναικεία υπόθεση.
Μπαίνοντας στο εσωτερικό του πύργου οι μορφές του Όθωνα και της Αμαλίας που δεσπόζουν στις μνημειακές γκραβούρες υποδέχονται τους επισκέπτες. Οι τοίχοι της αίθουσας στο ισόγειο είναι γεμάτοι από σπάνια χαρακτικά και σχέδια, μέρος της συλλογής της οικογένειας Σερπιέρη, τα οποία απεικονίζουν τους μονάρχες σε σημαντικές ιστορικές στιγμές της Ελλάδας, ενώ στα παράθυρα βιτρό γεμίζουν με χρώμα το χώρο.
Σε μία από τις λιθογραφίες η βασίλισσα Αμαλία, η οποία ποτέ δεν κυκλοφορούσε με ακάλυπτα τα χέρια της, απεικονίζεται έφιππη να κάθεται στο πλάι ενός αλόγου, ενώ πιο δίπλα ο Όθωνας ποζάρει ντυμένος τσολιάς.
Όπως μαθαίνουμε, κανένα από τα έπιπλα από την εποχή της Αμαλίας δεν διασώζεται, αφού φαίνεται πως την περίοδο της Κατοχής και κατά την επίταξη του πύργου από τους Γερμανούς οι κατακτητές τα έκαψαν για να ζεσταθούν. Ωστόσο, η οικογένεια Σερπιέρη αναζητώντας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους τα πρωτότυπα σχέδια των επίπλων προχώρησε στην ανακατασκευή και στη δημιουργία αντιγράφων τους.
Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο από την ξύλινη περιστρεφόμενη σκάλα, έχοντας αποχωριστεί για λίγο τα υποδήματα μας, φτάνουμε στην πιο εντυπωσιακή αίθουσα του οικοδομήματος με την περίτεχνη διακόσμηση και ένα πάτωμα όμοιο με έργο τέχνης. Σύμφωνα με τον ξεναγό μας, το ξύλινο παρκέ είναι κατασκευασμένο με την εξαιρετικά δύσκολη και σύνθετη μαρκετιανή τεχνική και αντίστοιχο του δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα.
Σε αυτή την αίθουσα που διατηρείται όπως ήταν την εποχή της Αμαλίας έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του Πύργου, το 1854, παρουσία και του βασιλιά Λουδοβίκου.
Στους τοίχους έχουν χρησιμοποιηθεί το κόκκινο, το κίτρινο αλλά κυρίως το γαλάζιο χρώμα που θύμιζε στη βασίλισσα τον έναστρο ουρανό, ενώ σε κάθε τοίχο οι επιβλητικοί θυρεοί των ευρωπαϊκών οίκων προδίδουν το βασιλικό παρελθόν της αίθουσας. Στο κέντρο βλέπουμε τον ίδιο επιβλητικό γοτθικό πολυέλαιο που είχε η βασίλισσα, και στις τέσσερις γωνιές της αίθουσας τέσσερα κηροπήγια.
Στον δεύτερο όροφο βρισκόταν και ο χώρος όπου ξεκουραζόταν εκείνη, όταν έφτανε κατάκοπη από τη βόλτα της με το άλογο. Ένα μικρό δωματιάκι με ανάκλιντρο και μυστική πόρτα ήταν εκεί όπου η Αμαλία, χαλάρωνε προτού αναχωρήσει και πάλι για τα ανάκτορα των Αθηνών. Πιστεύεται πως από την μυστική αυτή πόρτα επικοινωνούσε με το προσωπικό.
Το κτήμα της Αμαλίας
Στο δεύτερο μέρος της βόλτας μας επισκεφθήκαμε το κτήμα της Αμαλίας, εκεί όπου η βασίλισσα είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια πρότυπη κτηνοτροφική και αγροτική μονάδα. «Την εποχή εκείνη είχε 180 στρέμματα δικό της αμπελώνα, έβγαζε και το δικό της κρασί», εξηγεί η Ελευθερία, απόφοιτος της Οινολογίας που εργάζεται για την οικογένεια Σερπιέρη.
Στο πρότυπο κτήμα είχαν φυτευτεί δάφνες, χαρουπιές, καλλωπιστικά φυτά, μουριές, κυπαρίσσια, χιλιάδες ελαιόδεντρα τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα, αλλά και φιστικιές, που ήταν και το αγαπημένο σνακ της Αμαλίας. Ακόμη εξέτρεφε μεταξοσκώληκες, ενώ είχε και πολλά ζώα, όπως χήνες, πάπιες, γουρούνια, αλλά και τα περίφημα πρόβατα μερινό, τα οποία είναι γνωστά για το μαλλί τους.
Η ξενάγηση στον Πύργο Βασιλίσσης ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στο οινοποιείο-εμφιαλωτήριο που έχει δημιουργηθεί, αλλά και στον βιολογικό αμπελώνα, ενώ στο τέλος γίνεται γευσιγνωσία κρασιών του κτήματος, συνοδεία χορτόπιτας και τυριών.
Η ιστορία του κτήματος και του πύργου
Σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, το κτήμα στο οποίο σήμερα βρίσκεται ο Πύργος Βασιλίσσης μετά την Επανάσταση του 1821 το αγόρασε ένας καραβοκύρης από την Άνδρο, ονόματι Παπαθεοδώρου-Λεφάκης. Το 1838 το πούλησε σε δύο Άγγλους, τους Γουίλιαμς και Μάιλς, οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν ένα πρότυπο κτήμα.
Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια που η έκταση βρισκόταν υπό την κατοχή τους η Αμαλία το επισκεπτόταν συχνά, κάνοντας εκεί περιπάτους, ενώ φαίνεται ότι συνδεόταν φιλικά με τους ιδιοκτήτες.
Η έκταση άρχισε να περνά στην Αμαλία από το 1848 και μετά: αρχικά αγόρασε με ιδιωτικούς πόρους τα 250 στρέμματα και στο τέλος έφτασε τα 2.500. Μετά την έξωση του βασιλικού ζεύγους από την Ελλάδα (1862) και το θάνατο του Όθωνα (1867) η Αμαλία το πούλησε στον βαρόνο Σίνα, ενώ το 1897 η έκταση έγινε ιδιοκτησία του βουλευτή Γεωργίου Παχή.
«Ο Παχής είχε δύο κόρες, την Ελένη και τη Λαυρία, που ήταν και κληρονόμοι του. Η Λαυρία το 1920 αγόρασε το μερίδιο της αδερφής της και έγινε η βασική ιδιοκτήτρια. Άντρας της ήταν ο Φερνάνδος, ο γιος του Ιωάννη Βαπττιστή Σερπιέρη, του Ιταλού επιχειρηματία που είχε αναλάβει την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Από τότε, λοιπόν, η ιδιοκτήτρια του κτήματος, είναι η οικογένεια Σερπιέρη», αναφέρει ο Βασίλης Κουτσαβλής, διευκρινίζοντας πως κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, λόγω του ιδιαίτερου νομοθετικού πλαισίου που απαγόρευε την μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οικογένεια αναγκάστηκε να παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος στο Δημόσιο και να κρατήσει μόνο 250 στρέμματα μέσα στα οποία βρίσκεται σήμερα και ο Πύργος Βασιλίσσης.
«Έτσι εξηγείται το πώς ακριβώς δίπλα σε αυτό υπάρχει το Πάρκο Περιβαλλοντικής Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης “Αντώνης Τρίτσης”», λέει ο ξεναγός μας, συμπληρώνοντας πως από το 2001 ανήκει στην Γεωργοκτηνοτροφική Εμπορική Εταιρία Ιλίου ΑΕ της οικογένειας.
Γεωργία Βορύλλα