Ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» του Θουκυδίδη έχει καταστεί αναμφισβήτητα «κτήμα ες αεί», όπως ακριβώς φιλοδοξούσε και ο συγγραφέας του 2.500 χρόνια πριν. Συνεχίζει να αποτελεί έργο αναφοράς για οποιονδήποτε επιθυμεί να εντρυφήσει είτε στα ζητήματα της αρχαίας ιστορίας είτε σε εκείνα της ανάλυσης του διεθνούς γίγνεσθαι. Παρ’ όλη, όμως, την αναμφίλεκτη αξία του έργου και το γεγονός ότι αποτελεί εφαλτήριο σκέψης σύγχρονων επιστημόνων, ο συγγραφέας του ήταν «επιστήμονας»; Μήπως ο ορισμός του συγκεκριμένου τίτλου είναι υποκειμενικός;
Πάντως τον Θουκυδίδη είναι σχεδόν βέβαιο ότι ουδέποτε τον απασχόλησαν τέτοια ερωτήματα, και ίσως έτσι να εξηγείται και η τεράστια απήχηση του έργου του μέχρι τις ημέρες μας…
Επέλεξε να περιγράψει την ανθρώπινη φύση και τις προκλήσεις οι οποίες προκύπτουν όταν η ατομική υπόσταση μετακενώνεται στο συλλογικό επίπεδο. Σε αυτή την περίπτωση, το διαμορφωμένο σύστημα λήψης αποφάσεων εγκολπώνει ορθολογικά χαρακτηριστικά και αποκτά «ένστικτα» που ένα άτομο μόνο του εκτός πολιτειακού γεγονότος είναι αμφίβολο αν θα τα ανέπτυσσε. Η αποτύπωση του αιτίου του Πελοποννησιακού Πολέμου μέσω του φόβου των Σπαρτιατών για την άνοδο της αθηναϊκής ισχύος, και η ανάγκη έγκαιρης εξισορρόπησης της εν λόγω τάσης, συνιστά ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Δεν εμπεριέχει κάποιου είδους «πρόταση πολιτικής», «εναλλακτική στρατηγική» ή «πρέπει», αλλά στέκεται αυστηρά στο γεγονός, δηλαδή στο ότι «έτσι συμβαίνει».
Όπως μας πληροφόρησε η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, η επίτευξη του προκείμενου σκοπού από τον Θουκυδίδη πραγματώνεται διαμέσου της συστηματικής διάκρισης των αιτιών, των «κατηγοριών» και των «διεκδικήσεων» που μπορούσε να προβάλει κανείς, έτσι ώστε να τους αντιτάξει αυτό που εκείνος αποκαλεί «την πιο αληθινή αιτία». Πολλά ακόμη αποσπάσματα μπορούν να παρατεθούν και αφορούν τη σημασία της οικονομικής ισχύος (πλούτος) για την οικοδόμηση στρατιωτικών δυνάμεων και εμπέδωσης της θέσης της χώρας στο διακρατικό περιβάλλον, καθώς και την επερχόμενη Νέμεση όταν η στρατηγική επιβίωσης ανάγεται σε ηθικοπλαστικά προτάγματα με ουδεμία εν τοις πράγμασι επιχειρησιακή δυνατότητα ανταπάντησης (Διάλογος των Μηλίων).
Ο Θουκυδίδης αρνείται να υπεισέλθει σε ζητήματα «παραϊστορίας», όπως ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά επιμένει να εστιάζει στα μείζονα, δηλαδή στις πραγματικές διαμορφωτικές συνιστώσες των σχέσεων μεταξύ των συλλογικοτήτων. Η συγκεκριμένη επιλογή συνυφαίνεται με την άποψη της Ρομιγί ότι η θουκυδίδεια ανάλυση, η οποία συνιστά το μοναδικό κλασικό εγχειρίδιο διεθνούς πολιτικής θεωρίας, συμβάλλει στην επαρκή κατανόηση των γεγονότων.
Ποια ήταν η «επιστημονική συγκρότηση» στα ανωτέρω;
Περιέγραψε και αποκωδικοποίησε την τάση, την οποία έως σήμερα επικαλούμαστε όταν επιθυμούμε να αναφερθούμε στις διακρατικές σχέσεις, αλλά έλειπε η «τυπολογία» και η «μεθοδολογική συγκρότηση». Έχει σημασία; Προφανώς καμία. Η αφαιρετική διατύπωση των αιτιωδών σχέσεων και η εγγύτητα στην οντολογία εξασφαλίζουν και την επαληθευτική ευρύτητα του θουκυδίδειου κεκτημένου. Κατά συνέπεια, πέραν τυπολογικών αστερίσκων της αυστηρά οροθετούμενης σύγχρονης επιστημολογίας, η στοχαστική παρακαταθήκη του Θουκυδίδη είναι δεδομένη.
Γιατί ενδιαφέρουν όλα αυτά τον σύγχρονο κόσμο; Η κοσμοθεωρητική βάση μιας σύγχρονης πολιτικής επιλογής αποτελεί το βασικό εφαλτήριο της ευημερίας των ίδιων των πολιτών. Για παράδειγμα, αν η πολιτεία χαράσσει πολιτική με γνώμονα ηθοπλαστικά προτάγματα και αμελεί να εστιάσει στην αύξηση των συντελεστών ισχύος του κράτους θεωρώντας ότι κάποιος άλλος θα προστρέξει σε βοήθειά της, τότε οι κοινωνοί της προφανώς δεν έχουν διαβάσει Θουκυδίδη. Σημαντικός, λοιπόν, ο αρχαίος ιστορικός, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι «επιστήμονας» με τη σύγχρονη αποκωδικοποίηση του όρου.
Η αποτύπωση της οντολογίας πέραν στρατεύσεων, προκειμένου το συγγραφικό έργο να καταστεί πολύτιμη παρακαταθήκη, συνιστά ένα δίδαγμα για όσους επιμένουν να στέκονται πίσω από γραμμές και χαρακώματα για να δικαιολογήσουν την κατά τα λοιπά «επιστημονική» κενότητά τους.