Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα! Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα –ήτανε αντέτι– και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας αμολάρανε τσερκένια.
Πήχτρα ο ουρανός! Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας.
Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη.
Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια.
Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
Ο Σταυράκης, ο Σταυράκης του Αμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Μα χαραμίστηκε η ζωή του. Ας είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Να σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι –όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά–, συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. Ο Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά.
Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Και τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Το κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες –να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα– και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Μα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Μπλέκανε τα δύο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ήπαιρνε το τσερκένι. Και αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Ναι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις;
Γιατί, αν έχεις σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Ήπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Βέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Τα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή πολλές γωνίες. Να σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο –μισό τσέρκι δηλαδή– με την κόρδα και με τη σαΐτα του. Η σαΐτα του –αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού– ήτανε μια ξύλινη βέργα. Ο γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Αυτό για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. […]
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια.