Στις αρχές του 1870 το ελληνικό κράτος –με τα μεγάλα όνειρα και τα μικρά φτερά– υπέφερε από μόνιμη οικονομική δυσπραγία, που την επέτειναν η πολιτική αστάθεια και οι εσωτερικοί κλυδωνισμοί, απόρροια της επέμβασης των ξένων δυνάμεων. Κρατική πρόνοια δεν υπήρχε, και η λαϊκή εκπαίδευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ειδικά δε στην Αθήνα των 50.000 κατοίκων, το τοπικό «χρώμα», σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής, προσέδιδε στρατιά ρακένδυτων παιδιών, που την ημέρα δούλευαν για να κερδίσουν τον επιούσιο και τα απογεύματα περιφέρονταν στους βορβορώδεις δρομίσκους της τότε αγοράς – άπλυτα, ασκεπή, ανυπόδητα, και αναιδώς καπνίζοντα. Δίχως ζεστό σπίτι και φαγητό, δίχως μητρική στοργή.
Ήταν οι διαβόητοι μάγκες του Ρολογιού (στην Πλάκα) το οποίο είχε προσφέρει ως αντάλλαγμα ο Λόρδος Έλγιν για την αρπαγή των καλλιτεχνημάτων του Παρθενώνα και του Ερέχθειου.
Την κοινωνική αυτή αθλιότητα αποφάσισε να σταματήσει ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, που θέλησε να αγκαλιάσει αυτά τα παιδιά, να τα θερμάνει με τη στοργή του και να τα μορφώσει.
Κάπως έτσι, στις 2 Ιουνίου 1872 ο νεαρός ποιητής Σπυρίδων Βασιλειάδης υποβάλει στη συνέλευση του Συλλόγου την πρότασή του για την ίδρυση Νυχτερινών Σχολών Απόρων Παίδων. Alea jacta est! Στις 3 Δεκεμβρίου γίνεται πανηγυρική συγκέντρωση υπό τον σπουδαίο ιστορικό Κώστα Παπαρρηγόπουλο, και ανοίγει τις πύλες της, σε μισθωμένη οικία επί της οδού Αριστείδου, η πρώτη Σχολή του Παρνασσού.
Σπυρίδων Βασιλειάδης
Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών λειτουργίας της Σχολής, η προσέλευση των μαθητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Οι πρώτοι 80 μαθητές διδάχτηκαν Υγιεινή, Φυσική Ιστορία, Γεωγραφία, Ιστορία της Αρχαίας και της Νέας Ελλάδος, Εξήγηση του Πολιτεύματος, Χημεία, Οικονομία, Φυσική, Περιγραφή Αντικειμένων, Χριστιανική Ηθική και Ανάπτυξη των Ευαγγελίων, Κοσμογραφία και Ποινικό Νόμο. Από τα 80 παιδιά και έφηβους, ηλικίας 10 έως 20 ετών που παρακολούθησαν τα μαθήματα στη Σχολή, δέκα ήταν ορφανά και από τους δύο γονείς, ενώ είκοσι ορφανά μόνο από μητέρα ή πατέρα. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, είτε οι γονείς τους δεν κατοικούσαν στην Αθήνα, είτε αυτοί ζούσαν σε τέτοια κατάσταση ένδειας, ώστε ήταν υποχρεωμένοι να επιβιώνουν από την εργασία των παιδιών τους.
«Εκείνη την εποχή ήταν ένα πρότυπο σχολείο μέσα στην Αθήνα που συνέβαλε καθοριστικά στην ηθική διαπαιδαγώγηση και μόρφωση των απόρων παίδων της πρωτεύουσας» λέει ο Μάκης Φωκάς, έφορος των Σχολών του Παρνασσού και μέλος του ΔΣ του Συλλόγου.
Πρώτος ο Παρνασσός εισήγαγε ρηξικέλευθους θεσμούς στην εκπαίδευση, όπως οργάνωση εκδρομών, ίδρυση σχολικού ταμιευτηρίου, διανομή συσσιτίου, απονομή βραβείων και επαίνων, εισαγωγή του κινηματογράφου, δασονομία και διδασκαλία ενόργανης μουσικής.
Η επιτυχία των Σχολών ήταν καταπληκτική. Εκτός από το κεντρικό σχολείο ιδρύθηκαν πολλά παραρτήματα στις συνοικίες των Αθηνών. Από τον δεύτερο κιόλας χρόνο λειτουργίας άρχισε η επέκταση της εκπαιδευτικής δράσης του Παρνασσού. Σχολές αρχίζουν να ξεπετάγονται σε όλη την επικράτεια: σε Καλαμάτα, Σύρο, Θήβα, Ζάκυνθο, Χαλκίδα, Πάτρα, Αργός, Μεσολόγγι, Άνδρο, Αργοστόλι, Λευκάδα, Πύργο, Βόλο, Κέρκυρα και Θεσσαλονίκη. Από τις Σχολές αυτές αναδείχτηκαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας, ανώτατοι δικαστικοί, στρατηγοί, μηχανικοί, γιατροί κ.ά. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1973 περισσότεροι από 100.000 μαθητές πέρασαν από τις Σχολές του Παρνασσού και μορφώθηκαν.
Οι Σχολές του Παρνασσού στεγάζονταν σε διάφορα κτήρια και στη συνέχεια στο Μέγαρο του Συλλόγου στην πλατεία Καρύτση. Το 1932 ανοίγει νέα σελίδα για τις Σχολές, που μεταφέρονται σε αυτοτελές κτήριο στις οδούς Θεμιστοκλέους και Κατακουζηνού. Κατά την τελετή θεμελίωσης εκφώνησαν λόγους ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο πρόεδρος του Παρνασσού Τιμολέων Ηλιόπουλος και ο υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου.
Για το εκπαιδευτικό έργο του Παρνασσού έγραψαν με κολακευτικά λόγια επιφανείς ξένοι που επισκέφτηκαν την Ελλάδα, όπως ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Ανατόλ Φρανς και ο Ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο.
Τους χαλεπούς καιρούς της γερμανικής Κατοχής, οι κατακτητές καταλαμβάνουν το κτήριο του Παρνασσού και το μετατρέπουν σε στρατοδικείο. Το μέγαρο των Σχολών αναλαμβάνει έναν ακόμη σπουδαίο ρόλο: στεγάζει, διατρέφει και διαπαιδαγωγεί μικρά κορίτσια, θύματα του πολέμου. Μετά το βομβαρδισμό του Πειραιά από τους συμμάχους, θα καταφύγουν εκεί 1.000 βομβόπληκτοι Πειραιώτες. «Το μέγαρον των Σχολών έγινε σφύζον εθνικόν κέντρον» γράφει ο στρατηγός Ιωάννης Πετρίδης σε μυστική έκθεση που συνέταξε προς την Εφορεία του Συλλόγου. Εκεί εξάλλου διαδίδεται ο παράνομος Τύπος της εποχής.
Μετά το 1945 η Σχολή ανασυγκροτείται και ξεκινά πάλι τη λειτουργία της με εκατοντάδες μαθητές. Με την πάροδο των χρόνων ο Παρνασσός, εκτός από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο ίδρυσε επαγγελματικές σχολές λογιστών και ξένων γλωσσών παρέχοντας, όπως έκανε ανέκαθεν, δωρεάν φοίτηση.
Μεταπολεμικά οι Σχολές περιορίζονται στο να διδάσκουν ξένες γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. «Οι συνθήκες άλλαξαν, ζήτηση δεν υπήρχε, και έτσι οι Σχολές με τα χρόνια συρρικνώθηκαν. Σήμερα λειτουργεί ένα εξατάξιο Δημοτικό, με 55-70 μαθητές αλλοδαπούς, ηλικίας από 25 έως 60 ετών, οι οποίοι μαθαίνουν Ελληνικά και Ιστορία υπό την καθοδήγηση ενός εξαιρετικού δασκάλου, του κυρίου Παππά, ο οποίος εκτελεί λειτούργημα», δηλώνει ο Μάκης Φωκάς. «Σκοπός του Παρνασσού είναι αυτοί οι άνθρωποι να μάθουν ελληνικά, αλλά κυρίως να αφομοιωθούν από την κοινωνία», προσθέτει. Τα μαθήματα γίνονται καθημερινά από τις 5-6 το απόγευμα μέχρι τις 9 το βράδυ στο κεντρικό κτήριο του Παρνασσού, στην πλατεία Καρύτση. Οι συμμετέχοντες παίρνουν ένα πιστοποιητικό, εγκεκριμένο από το υπουργείο Παιδείας, που αποδεικνύει ότι έχουν τελειώσει το Δημοτικό.
Η ευγνωμοσύνη και η αγάπη των παιδιών προς τον Παρνασσό αποτυπώνεται στο ποίημα που έγραψε ο μαθητής Δ΄ τάξεως Γυμνασίου Μαρίνος Καπογιάννης, το 1973, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση των Σχολών. Οι πρώτες τέσσερις στροφές πάνε έτσι:
Σαν τα βουνά που δεν λυγά στις μπόρες και τα χιόνια,
μα πάντα στέκει αγέρωχο σε κάθε δυσκολία,
έτσι στέκει κι ο Παρνασσός ακλόνητος στις μπόρες,
που τον κτυπούν μες στη ζωή τις δύσκολες τις ώρες.
Δεν ομιλώ για το βουνό, γι’ ανηφοριές, για πέτρες,
δεν ομιλώ για έλατα που κάθονται οι κλέφτες.
Μιλώ για άλλο Παρνασσό πνευματικό και μέγα,
που Άλφα έχει τους πρόποδες και κορυφή τ’ Ωμέγα.
- Αναδημοσίευση από το περιοδικό Enjoy της εφ. Κυριακάτικη δημοκρατία.
- Φωτογραφίες: Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός.