Η «Τουρκία του Ερντογάν» δεν αποτελεί κάποιο είδος καινούριου φρούτου. Αντιθέτως, έρχεται από πολύ παλιά… Πριν από το 1990 και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πριν από το 1980 και το Πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου, πριν από το 1950 και τη λήξη της ακραιφνώς κεμαλικής Στρατογραφειοκρατίας, πριν από το 1923 και την ίδρυση της Α΄ Τουρκικής Δημοκρατίας. Επικαλούμαι εσκεμμένα τα ανωτέρω ορόσημα, καθώς στην Ελλάδα πασχίζουμε διαχρονικά να ερμηνεύσουμε τη στρατηγική συμπεριφορά της Τουρκίας με βάση πρόσκαιρα δεδομένα και εφήμερες εξελίξεις, αγνοώντας ότι η Τουρκία είναι δομικά «αυτο-ενταγμένη» σε μια πορεία έκφρασης μαξιμαλισμών.
Η δεσποτική δόμηση –«ούτε καν απολυταρχική» όπως συνήθιζε να υπογραμμίζει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής– του τουρκικού κράτους στρέφει την Άγκυρα σε μια διαρκή αναζήτηση παραθύρων ευκαιρίας για ηγεμονική επιβολή στην περιφέρεια.
Η γεωπολιτική θέση της σε ένα σημείο τομής των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων, το ιστορικό και πολιτισμικό οθωμανικό αφήγημα, καθώς και κυρίως το πλαίσιο συγκρότησης του τουρκικού κράτους με όρους εκ των άνω επιβολής επί ενός μωσαϊκού εθνοτήτων ωθούν την Τουρκία να συνιστά έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο κρατικό μηχανισμό στις διακρατικές μεταβολές και στις ανακατανομές ισχύος. Τα εν λόγω στοιχεία νομιμοποιούν και τον διευρυμένο ρόλο της στο πλαίσιο του «Στρατηγικού βάθους» του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Πέραν του πώς εργαλειοποιούνται, είναι γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αποτελούν σταθερά χαρακτηριστικά της εσωτερικής δομής της Τουρκίας, τα οποία δεν μεταβάλλονται μέσω μιας ενδεχόμενης πολιτειακής μεταβολής ή μιας εναλλαγής πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και αυτό γιατί η ίδια η εν τη γενέσει δεσποτική συγκρότηση δεν συνάδει με κάποιου είδους «φασιστικό καθεστώς», αλλά έχει καταστεί «εθνικό αφήγημα» και «στρατογραφειοκρατικό ιδεολόγημα». Έχει διαπεράσει το πνεύμα όλων των στρωμάτων, κάτι που έχουμε δει, άλλωστε, μέσω των πολιτειακών μεταβολών ως αποτέλεσμα παρεμβάσεων του στρατού για «διόρθωση» και «επαναφορά στην τάξη». Ουδεμία ήταν «προϊόν λαϊκής έξαρσης» ή «αίτημα εκδημοκρατισμού».
Πού εντοπίζονται οι διαφορές; Διαπιστώνονται στο εξωτερικό περιβάλλον, στην κατανομή ισχύος και στο πώς αυτή ανοίγει παράθυρα ευκαιρίας για έναν νεοοθωμανισμό, που εκ των πραγμάτων είναι «παλαιοοθωμανισμός», πιο παλιός και από τον ίδιο τον οθωμανισμό του 19ου αιώνα. Τα ερεθίσματα από το διακρατικό περιβάλλον –ακριβώς επειδή δεν αναφερόμαστε στη διαχρονία του σε τυπικό ορθολογικό δρώντα υπό νεωτερικούς όρους, αλλά σε μια πεφωτισμένη «στρατοδεσποτεία»– καθίστανται αντιληπτά πέραν κρατικού μηχανισμού, και άρα διέπουν, αφορούν και χαρακτηρίζουν κάθε πτυχή των θεσμών του. Για παράδειγμα, η αποδυνάμωση της τσαρικής Ρωσίας και η άνοδος των Μπολσεβίκων αποτέλεσε μια συστημική ευκαιρία επέκτασης στον Καύκασο, την οποία έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Εμβέρ Πασάς όχι εντός του οθωμανικού κρατικού πλαισίου αλλά μέσω του «Στρατού του Ισλάμ», όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε.
Ίδιες μαξιμαλιστικές προθέσεις εναντίον της ΕΣΣΔ εξέφρασε η Τουρκία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ είχε προηγηθεί η περίπτωση της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με αποκορύφωμα τον «Αττίλα» το 1974, γίναμε μάρτυρες της εισβολής και παράνομης κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους αναγνωρισμένου από τον ΟΗΕ, και φθάνουμε πλέον στον μεταψυχροπολεμικό νεοοθωμανισμό, με την ίδια εσωτερική δομή της συμπόρευσης τουρκισμού και Ισλάμ. Κατέρρευσε ο γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστικός δρων της ΕΣΣΔ, διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία εντός της οποίας διαβιούσαν μουσουλμανικοί θύλακες, και αποδυναμώθηκε το Ιράκ κατά την επαύριον της «Καταιγίδας της Ερήμου».
Τι ακολούθησε μετά το 2002; Η Ελλάδα συνέχισε να νεφελοβατεί στα «ευρωπαϊκά νεφελώματα της αγαστής συνεργασίας ελέω ευρώ», οι ΗΠΑ μετακυλούν το στρατηγικό βάρος τους στον Ειρηνικό (αλλά δεν αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή όπως λανθασμένα εκτιμάται από πολλούς), το Ιράκ εκμηδενίσθηκε στρατηγικά από την εισβολή του 2003, οι Κούρδοι βρίσκονται υπό πίεση, η Συρία αποτελεί πλέον «κράτος παρία» και τα βαλκανικά κράτη βρίσκονται υπό ισλαμική μέγγενη. Μέσα σε όλα αυτά, η Τουρκία επταπλασιάζει το ΑΕΠ της, ενισχύει την αμυντική βιομηχανία της έως και κατασκευής αεροπλανοφόρου(!), δορυφοροποιεί κράτη της περιφέρειάς της και ομογενοποιεί –όχι την ανθρωπολογία αλλά– τη γραφειοκρατία της με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016.
Αυτή είναι η «νέα Τουρκία του Ερντογάν», ένα προϊόν της ραγδαίας ανακατανομής ισχύος των τελευταίων είκοσι ετών, η οποία την ευνόησε και της προσέφερε τη δυνατότητα να υλοποιήσει ή να θέσει σε εκκίνηση στρατηγικούς σχεδιασμούς δεκαετιών.