Η ανακοίνωση της 9ης Φεβρουαρίου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» για όσους παρακολουθούν προσεκτικά τη νεοοθωμανική μεγαλομανία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση αφορούσε τη «κακομεταχείριση» της εθνοτικής ομάδας των Ουιγούρων από πλευράς της Κίνας. Ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν οι υψηλοί τόνοι που χρησιμοποιήθηκαν από την Άγκυρα εναντίον ενός στρατηγικού εταίρου, εξαιρετικά σημαντικού στο πλαίσιο των εξοπλιστικών σχεδιασμών της αλλά και της οικονομικής ισχυροποίησής της.
Οι Ουιγούροι αποτελούν μια πληθυσμιακή ομάδα περίπου 8 εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι διαβιούν στη βορειοδυτική Κίνα, στην επαρχία Xinjiang.
Είναι τουρκογενείς, και γι’ αυτόν το λόγο η περιοχή τους καλείται από ορισμένους «Ανατολικό Τουρκιστάν» και η γλώσσα τους «ανατολικά τουρκικά». Ετεροπροσδιορίζονται εν σχέσει με τους υπόλοιπους Κινέζους, και μάλιστα το 1997 ίδρυσαν το «Ισλαμικό Κίνημα Ανατολικού Τουρκιστάν» με στόχο την επίτευξη της ανεξαρτητοποίησης της περιοχής τους. Έως σήμερα έχουν υπάρξει υπεύθυνοι πολλών τρομοκρατικών επιθέσεων.
Οι αποσχιστικές τάσεις τους έχουν προκαλέσει κατά καιρούς την έντονη αντίδραση της Κίνας, η οποία επιδιώκει την υλοποίηση αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν προς τα κινεζικά σύνορα, σχεδιασμοί που διαπερνούν την επαρχία Xinjiang. Η σινική στρατηγική έχει ιδιαιτέρως δυναμικά χαρακτηριστικά, καθώς πέραν της γεωπολιτικής σημασίας της περιοχής, μια οποιαδήποτε «χαλάρωση» θα αποτελούσε εξαιρετικά κακό προηγούμενο για πολλές άλλες εθνοτικές ομάδες που εκφράζουν φυγόκεντρες τάσεις εντός του εδάφους της Κίνας. Παράλληλα, η προσήλωση του Πεκίνου στην καταπολέμηση του ανταγωνιστικού ισλαμιστικού κινήματος στις ανατολικές επαρχίες της έχει τη δική της αξία.
Εκ των ανωτέρω καθίσταται αντιληπτό ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να αφήσει τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου ήδη από το 2001, όταν δημοσιοποίησε το βιβλίο του Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, εξέφραζε την άποψη ότι η τουρκική ταυτότητα ενείχε στοιχεία ανωτερότητας σε επίπεδο ταυτοτικό και πολιτισμικό, και ως εκ τούτου εμπεριείχε και όφειλε να επιβληθεί επί όλων αυτών των τουρκογενών πληθυσμών του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η τουρκική ταυτότητα, η οποία λειτουργεί ενωτικά επί τη βάσει της γλώσσας, διαμελίστηκε με την εμφάνιση κατώτερων (sic) πολιτισμικών ταυτοτήτων, όπως η ουζμπεκική, η τουρκμενική, η καρακαλπακική, η κιργιζική, η καζακική και η ουιγουρική».
Οι ταυτότητες του κεντρικού ευρασιατικού χώρου είναι κατώτερες από την τουρκική για τον Νταβούτογλου, και ως εκ τούτου η Τουρκία –ως φορέας της τουρκικής ταυτότητας– όφειλε να αναλάβει την ευθύνη της ηγεμονικής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτός είναι ο απώτερος στόχος, αλλά εν τω μεταξύ υφίσταται ένα μεσοδιάστημα στο οποίο η Τουρκία οφείλει να ισχυροποιηθεί και αυτό το πραγματοποιεί μέσω της ρυθμικής και πολυδιάστατης διπλωματίας, την οποία η ίδια θέτει εδώ και δεκαπέντε χρόνια σε προτεραιότητα.
Έχει αναφερθεί και σε παλαιότερα κείμενα ότι η αμερικανοτουρκική στρατηγική σχέση διαθέτει ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά γεωστρατηγικής φύσης, των οποίων η παράκαμψη δεν είναι απλή υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούμε ότι η Τουρκία εμφανίζει συνεχιζόμενες παλινωδίες με στόχο να καταστεί πολύτιμη και να αυξήσει το κόστος διάρρηξης των συμμαχικών σχέσεών της. Εμφανίζεται ως εξισορροπητικός δρων της Κίνας στην κεντρική Ασία, όχι για να κινητοποιήσει το εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο που εξακολουθεί να διακατέχεται από εθνικιστικού τύπου συναισθηματικές φορτίσεις, αλλά για να ενισχύσει τη στρατηγική εικόνα της έναντι της Ουάσινγκτον.
Το θέμα είναι ότι η αξιοπιστία του «Τούρκου συμμάχου» έχει πληγεί σε τόσο μεγάλο βαθμό στα μάτια των Αμερικανών, που πλέον απαιτούνται έργα και όχι μόνο ανακοινώσεις. Η συνεχώς διευρυνόμενη εμπορική συνεργασία Τουρκίας-Κίνας και ο στρατηγικός διάλογος των δύο χωρών είναι το κεντρικό πρόβλημα το οποίο θα κληθεί να διαχειριστεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο άμεσο μέλλον. Για την ώρα, οι Ουιγούροι θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό σινική πίεση και η Τουρκία κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθεί στο ίδιο μεταψυχροπολεμικό έργο θεατής: όπως τη δεκαετία του 1990 η αδυναμία υλοποίησης των δεσμεύσεών της έναντι των κρατών της κεντρικής Ασίας οδήγησε στην τελική αποδυνάμωση του ρόλου της και τελικά στην εξισορρόπησή της από τη Ρωσία, έτσι και οι μεγαλοστομίες στην περίπτωση των Ουιγούρων σύντομα θα μετατραπούν σε «μια κουβέντα παραπάνω» χάριν του σινοτουρκικού διαλόγου.