Μέχρι πριν από λίγο καιρό σπάνια έβγαινα με το φως της ημέρας από το γραφείο μου και το εργαστήριο στο πανεπιστήμιο. Αφού καμιά φορά που χρειαζόταν να το κάνω, ένιωθα σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Ευτυχώς που δεν είν’ αλήθεια αυτό που λένε πως «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη». Αν ήταν, τώρα θα ήμουν φαγωμένος ολάκερος και δεν θα είχε μείνει από μένα ούτε κοκαλάκι.
Από την κακιασμένη κυρα-Ρωμάνα, την ελληνική πολιτεία, είχα χίλια παράπονα. Αδιαφόρετα∙ κλεισμένος μέσα ολημερίς καταγινόμουν με τα της επιστήμης μου.
Οι κοντινοί μου άνθρωποι με τον καιρό άρχισαν ν’ αποκαλούν το εργαστήριό μου σπηλιά, θέλοντας να μου κάνουν πλάκα αποκαλώντας με εμμέσως «σπηλαιώτη», ήγουν κάποιου είδους ερημίτη κι αναχωρητή. Μα τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, αφού την ησυχία που είχαν οι αναχωρητές εγώ δεν την είχα με τίποτα.
Βλέπετε τη μια στιγμή έπρεπε να μιλάω με κάποιον φοιτητή για το πρόβλημά του, την άλλη να συνδέομαι με τον υπολογιστή και να μιλάω για πειράματα μέσω βιντεοκλήσης με συνεργάτες από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Τη μια να σηκώνω το τηλέφωνο για ν’ απαντήσω σε κάποιον συνεργάτη που ρωτούσε για τα αποτελέσματα των αναλύσεων από το πείραμά του, και την άλλη να στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κάποια ιστοπαθολογική γνωμάτευση. Ας ανοίξω και την επιστημονική εργασία που μου έστειλαν από κάποιο ξένο περιοδικό για να την κρίνω τώρα, αλλά… –ωχ!– χτύπησε το χρονόμετρο, πρέπει να βγάλω τις ιστολογικές τομές από την επώαση με τον ορό και να ρίξω πάνω τους με την πιπέτα το διάλυμα με τ’ αντίσωμα. Τι; Τώρα είναι που έχουμε συνέλευση του Τομέα; Μια στιγμή κι έρχομαι, αλλά θα πρέπει να φύγω σε μια ώρα, γιατί έχω μάθημα.
Χρόνια κρατάει αυτό το καθημερινό τρελοκομείο, κι αντί τα πράγματα να γίνονται ευκολότερα, χειροτερεύουν μέρα τη μέρα. Όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, τα χρόνια περνούν κι αρχίζουν να βαραίνουν και τη δική μου πλάτη. Όπως δουλεύω στον εργαστηριακό πάγκο μονολογώ ξεκινώντας τη φράση στα ποντιακά «έι κιτί… να ελέπ’ς καθηγητήν με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας να κάθεται και να δουλεύει στον εργαστηριακό πάγκο…».
Η φράση τελειώνει πάλι με ποντιακά, αλλά αυτά τα τελευταία είναι ακατάλληλα και δεν σας τα γράφω…
Απάνω σ’ αυτά τα φορτία μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να με κάνει να φορτώσω κι άλλα πράγματα στην πλάτη μου. Η αγάπη μου για την πατρίδα και τα παιδιά της. Ο Αλέξανδρος, γιος του βασιλιά των Μακεδόνων Αμύντα, πλησίασε στο στρατόπεδο των Αθηναίων πριν από τη μάχη των Πλαταιών και έδωσε κρίσιμες πληροφορίες στον Παυσανία. Στ’ αυτιά μου αντηχούν τα λόγια του: «αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τωρχαίον, και αντ’ ελευθέρης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την Ελλάδα».*
Μόνο γι’ αυτόν το λόγο (και για κανέναν άλλο) κάθομαι και στύβω το κουρασμένο μυαλό μου για ν’ αρθρώσω λόγο χρήσιμο μέσα απ’ αυτήν τη στήλη. Η παρακμή ολόγυρα καλπάζει και η κατάσταση γίνεται ολοένα και περισσότερο επικίνδυνη. Σκέφτηκα πως, τουλάχιστον όσοι με ξέρουν, θα πουν πως για να βγει κι αυτός ο ερημίτης από τη σπηλιά του και ν’ αρχίσει ν’ αρθρώνει δημόσιο λόγο, τα πράγματα μάλλον θα πρέπει να είναι σοβαρά. Αλλά κι όσοι δεν με ξέρουν, με τον καιρό θα διαπιστώσουν πως κάθομαι και γράφω από αγνή φιλοπατρία∙ απολύτως αφιλοκερδώς και χωρίς καμία ιδιοτέλεια.
Όπως γράφει κι ο εθνικός μας ποιητής: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Ούτε στην πολιτική σκοπεύω ν’ ανακατευτώ, ούτε σε ανώτερες διοικητικές θέσεις προσβλέπω στο πανεπιστήμιο ή αλλού.
Κι έτσι, ελπίζω πως αυτή μου η ανιδιοτέλεια θα φιλοτιμήσει μερικά νέα παιδιά να «βάλουν βάση εις τα γραφόμενά μου» που λέει κι ο στρατηγός Μακρυγιάννης, και ν’ αρχίσουν να τα σκέφτονται και να τα δουλεύουν μέσα τους∙ ότι η πατρίδα κινδυνεύει.
Πριν από μερικούς μήνες η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων με κάλεσε να μιλήσω σε μια ημερίδα που έκανε για το μάθημα των Θρησκευτικών – αυτά παθαίνει κανείς όταν βγαίνει απ’ τη σπηλιά του. Η ομιλία μου είχε τον τίτλο: «Εν τίνι έφης με νικάν;», δηλαδή «με τι μού είπες πως θα νικήσω;». Την ξεκίνησα αναφέροντας το προοίμιο του συντάγματος: «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Βλέπετε, αυτά που εκτυλίσσονται με τη συνταγματική αναθεώρηση που επιχειρείται στις μέρες μας τα περίμενα. Και περιμένω και χειρότερα…
Είπα: «Βλέπω παντού τα παιδιά μας, στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία, να είναι σε σύγχυση, μπερδεμένα… να μας ρωτάν συνέχεια επίμονα, με αγωνία, με απελπισία και με πολύ πόνο: “εν τίνι έφης με νικάν;”. Και κάνουν διάφορα για να τραβήξουν την προσοχή μας! Κι εμείς αντί από το σχολείο να τους το πούμε, ήγουν να το ομολογήσουμε φωναχτά και με θάρρος: “εν τούτω νίκα!”, καθόμαστε και συζητάμε ανούσια πράγματα. Θεωρητικά πρότυπα θεραπείας που τα βρίσκουμε πολύ μοντέρνα και πετυχημένα, μόνο που οι ασθενείς πεθαίνουν! Πεθαίνουν χίλιους θανάτους πνευματικούς και ψυχικούς. “Εν τίνι έφης με νικάν;”».
____
*Γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι Έλληνας και δε θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει τη λευτεριά της και να γίνει σκλάβα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι).