Πριν από επτά χρόνια, σε ηλικία δέκα ετών, η Εύη Δημοπούλου μαζί με τους γονείς της και τις δύο μικρότερες αδελφές της εγκατέλειπαν την Καβάλα (όπου εκείνη γεννήθηκε) και την Ελλάδα, για να εγκατασταθούν στη μακρινή Κολομβία, σε αναζήτηση καλύτερων επαγγελματικών ευκαιριών για ολόκληρη την οικογένεια. Στα 17 της, ώριμη έφηβη πλέον, επέστρεψε στη γενέθλια πόλη για να εκπροσωπήσει τη δεύτερη πατρίδα της, την Κολομβία, στους 2ους Διεθνείς Κολυμβητικούς Αγώνες «Απόστολος Παύλος», που διεξήχθησαν πρόσφατα στο Κλειστό Δημοτικό Κολυμβητήριο Καβάλας με τη συμμετοχή μεγάλων ονομάτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Μεταξύ αυτών ήταν η Κατίνκα Χόζου, ο Τζέιμς Γκάι, ο Κρίστιαν Γκολομέεβ, ο Απόστολος Χρήστου, η Νόρα Δράκου, η Κέλυ Αραούζου, ο Απόστολος Παπαστάμος κι ο Δημήτρης Νέγρης.
Συναντήσαμε την Εύη Δημοπούλου την τελευταία μέρα της παραμονής της στην Καβάλα, πριν επιστρέψει στη δεύτερη πατρίδα της έχοντας στις αποσκευές της την εμπειρία μιας σημαντικής αθλητικής διοργάνωσης στο αγαπημένο της άθλημα, αλλά και…. σακούλες από σιμιγδάλι για την παρασκευή αγαπημένων γλυκών – καθώς σιμιγδάλι δεν υπάρχει στη μακρινή αυτή χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Μαθήτρια της β΄ τάξης Λυκείου σήμερα, ζει πλέον στην πρωτεύουσα Μπογκοτά μαζί με την οικογένειά της και την οικογένεια της μητέρας της Καμίλα, που κατάγεται από εκεί. Ο πατέρας της Δημήτρης και η μητέρα της γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο όταν σπούδαζαν μαζί στις ΗΠΑ. Για περίπου δέκα χρόνια έζησαν στην Καβάλα, όπου γεννήθηκε η 17χρονη Εύη και οι αδελφές της. Όταν ξέσπασε η κρίση, οι γονείς της αναγκάστηκαν να επιλέξουν την πατρίδα της μητέρας της για να κάνουν μια νέα αρχή, αφού εκεί θεώρησαν ότι υπήρχαν περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και δυνατότητες.
Σε μια χώρα των 60.000.000 κατοίκων και σε μια πόλη όπως η Μπογκοτά των 12.000.000 κατοίκων, μια Ελλάδα δηλαδή, η ζωή δεν μπορεί να μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με τη ζωή στη μικρή Καβάλα των 100.000 κατοίκων.
Στην Κολομβία λατρεύουν καθετί ελληνικό
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Β. Λωλίδη, θυμάται ακόμα τη θλίψη και τη στεναχώρια που ένιωσε όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα, αλλά και το πόσο θερμό ήταν το καλωσόρισμα από την πολυπληθή οικογένεια της μητέρας της στην Κολομβία. Η νεαρή αθλήτρια υπογραμμίζει πως «είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο πολύ αγαπούν οι Κολομβιανοί την Ελλάδα. Αγαπούν και τρελαίνονται για κάθε τι ελληνικό. Κυρίως για τα φαγητά, τα γλυκά, τον πολιτισμό μας. Ακόμα και στο σχολείο οι καθηγητές κάνουν πολλές αναφορές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική μυθολογία. Μάλιστα, όσοι γνωρίζουν ότι είμαι Ελληνίδα ενθουσιάζονται και μου ζητούν να μιλήσω ελληνικά γιατί η γλώσσα μας ακούγεται ωραία στα δικά τους αυτιά. Γενικά χαίρονται με καθετί ελληνικό».
«Πρόσφατα», συνεχίζει η Εύη, «κάποιοι Έλληνες που ζουν στην Κολομβία ξεκίνησαν να κάνουν εισαγωγές σε παραδοσιακά ελληνικά τρόφιμα όπως ελαιόλαδο, ελιές, κουραμπιέδες και αμέσως κέρδισαν το καταναλωτικό κοινό. Υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση από τους καταναλωτές εκεί. Σχεδόν έχει γίνει μόδα να αγοράζουν, να δοκιμάζουν και να τρώνε ελληνικά προϊόντα. Γενικά ενθουσιάζονται με τη χώρα μας και θέλουν να μάθουν όσα περισσότερα μπορούν».
Σήμερα στην Κολομβία ζουν συνολικά 91 Έλληνες, κυρίως δεύτερη γενιά μεταναστών, που είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα. Όπως τονίζει η Εύη, μόλις τα Χριστούγεννα, στη διάρκεια κάποιας συγκέντρωσης όλων των Ελλήνων, έγινε μια πρώτη προσπάθεια να οργανωθεί καλύτερα η ελληνική κοινότητα της Κολομβίας, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη υποστήριξη και αλληλοβοήθεια ακόμα και για όσους μεταναστεύουν εκεί από την Ελλάδα. Επίσης, στη χώρα της Λατινικής Αμερικής υπάρχουν και δύο ορθόδοξες εκκλησίες.
Πριν από λίγες εβδομάδες, όπως τονίζει, δυο ακόμα νέες οικογένειες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στη Μπογκοτά, σε αναζήτηση μιας καλύτερης επαγγελματικής ευκαιρίας.
Η χώρα των ευκαιριών
Οι γονείς της στην Κολομβία δημιούργησαν μια μικρή εταιρεία όπου μετατρέπουν σε σκόνη φρέσκο γάλα, το συσκευάζουν και το πουλούν σε σούπερ μάρκετ σε όλη την Κολομβία. Όπως εξηγεί η 17χρονη Εύη Δημοπούλου μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η Κολομβία είναι μια φτωχή χώρα. Το γάλα σε σκόνη είναι πολύ πιο φτηνό από το φρέσκο, οπότε μπορούν να το αγοράζουν περισσότερες οικογένειες. Είναι μια φτηνή τροφή, με μεγάλη διάρκεια ζωής και εύκολη στην παρασκευή της. Η επιχείρηση απασχολεί σήμερα 35 άτομα, βασίστηκε σε μια ιδέα του παππού μου, που την είπε στους γονείς μου και με αυτό το αντικείμενο ξεκίνησαν όταν μετακομίσαμε από την Ελλάδα». Συμπληρώνει ότι η Κολομβία είναι μια χώρα που τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς και κυρίως στον τουρισμό. «Είναι μια όμορφη χώρα με πλούσιο πολιτισμό, με πολύ ζεστούς και ανοιχτόκαρδους ανθρώπους», σημειώνει. Βέβαια, παραδέχεται ότι υπάρχουν «σημαντικά» ποσοστά εγκληματικότητας.
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Τι ευκαιρίες προσφέρει σήμερα η Κολομβία στην 17χρονη Εύη; «Πέρα από την επαγγελματική αποκατάσταση της οικογένειάς μου, που είναι σημαντικό στοιχείο, υπάρχουν ευκαιρίες στην εκπαίδευση και κυρίως στο πανεπιστήμιο που μπορώ να φοιτήσω, όπου δίνονται και υποτροφίες αν συγκεντρώσεις αρκετούς πόντους», αναφέρει. Η ενασχόλησή της με την κολύμβηση ξεκίνησε πριν από έντεκα χρόνια στην Καβάλα. «Κάνω προπόνηση κάθε μέρα, δυο φορές την ημέρα. Μετά την προπόνηση πηγαίνω σχολείο οδηγώντας το δικό μου αυτοκίνητο, αφού στην Κολομβία παίρνουνε δίπλωμα στα 16. Έτσι εξυπηρετώ και τις μικρότερες αδελφές μου που τις πηγαίνω εγώ σχολείο. Τα μαθήματα εκεί γίνονται στα αγγλικά. Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι όμως τα ισπανικά. Δε θέλω να κάνω πρωταθλητισμό στην κολύμβηση, αλλά μου αρέσει που συμμετέχω σε αθλητικές διοργανώσεις. Η κολύμβηση είναι και ένα διαβατήριο για το πανεπιστήμιο και για καλύτερες σπουδές μέσα από υποτροφίες», επισημαίνει. Τι της λείπει περισσότερο από την Ελλάδα στην Κολομβία;
«Μου λείπουν οι εικόνες της Ελλάδας, η θάλασσα, τα φαγητά της, ο ηλιόλουστος καιρός της, οι άνθρωποί της, η οικογένεια του πατέρα μου», υπογραμμίζει.
Και προσθέτει: «Θα ήθελα να μπορούσα να συνδυάσω τις επαγγελματικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες της Κολομβίας με τον πολιτισμό, τη ζωή, τη φύση της Ελλάδας. Στο σπίτι μας μιλάμε όλοι ελληνικά, ακόμα και η μητέρα μου που είναι Κολομβιανή. Τρώμε ελληνικά. Το πρώτο πράγμα που μου ζήτησε η μητέρα μου να της φέρω τώρα που θα επιστρέψω είναι σιμιγδάλι και μπογιά για τα αυγά του Πάσχα! Το σιμιγδάλι είναι άγνωστο στην Κολομβία αλλά πολύ σημαντικό για εμάς γιατί παρασκευάζουμε τόσο γευστικά γλυκά (γελάει). Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν υπήρχε ελαιόλαδο εκεί. Χρησιμοποιούν κυρίως βούτυρο και σπορέλαιο. Τώρα με τους Έλληνες, που κάνουν εισαγωγές, έχουμε πολλά ελληνικά προϊόντα και κυρίως ελαιόλαδο».
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Β. Λωλίδης.