Ο συγχρονισμός με την πραγματικότητα και η έγκαιρη και ορθή συνειδητοποίηση του χωροχρόνου αποτελεί ένα κρίσιμο ζητούμενο στη ζωή των ανθρώπων, αλλά και των κρατών. Η πορεία τους κρίνεται εν πολλοίς από την επίδειξη των αναγκαίων αντανακλαστικών, με στόχο την επίτευξη της προσαρμογής στο «υπαρκτό», στο «είναι», στους νέους συσχετισμούς.
Ο νέος αποτυγχάνει στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, αλλά η επιτυχία του θα κριθεί από το πόσο σύντομα θα προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της αποτυχίας και με ποιους τρόπους θα καταφέρει να την διαχειριστεί.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή την απόλυση από μια δουλειά. Η άμεση και μεθοδολογικά συγκροτημένη κατάστρωση σχεδίου θα σημάνει την «αλλαγή σελίδας» πολλές φορές με καλύτερους όρους από τη μέχρι πρότινος αναμενόμενη επιτυχία. Ουκ ολίγα τα παραδείγματα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα κράτη, με τη διαφορά ότι δεν δικαιολογούνται μεμψιμοιρίες, απογοητεύσεις, εσωστρέφειες ή οι κατανοητές συναισθηματικές φορτίσεις που μας επιβαρύνουν σε ατομικό επίπεδο. Η μετακένωση από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο συνεπιφέρει διαφορετικές ευθύνες, μιας και τα λάθη δεν συγχωρούνται και οι συνέπειές τους είναι μακροπρόθεσμες. Όσο συντομότερα ένα κράτος επανακάμπτει από μια εθνική ήττα ή μια σημαντική υποχώρηση τόσο επιτυχέστερα θα μπορέσει να την διαχειριστεί και να την μετατρέψει εντέλει σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Φυσικά, αυτό συμβαίνει και αντιστρόφως: αν ένα κράτος επαναπαυτεί στις δάφνες μιας μεγαλειώδους νίκης, σύντομα θα θερίσει τις θύελλες που η αλαζονεία του θα έχει σπείρει.
Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη διεθνή συγκυρία και τις θυσίες των τελευταίων ετών της Επανάστασης, ταυτόχρονα υπονομευόταν στο εσωτερικό και το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε σε μια περιορισμένη επικράτεια, η οποία συνέβαλε στην εξάρτησή του από τον ξένο παράγοντα. Όταν προς το τέλος και κατά την επαύριο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα έχοντας πληρώσει βαρύ φόρο αίματος εξερχόταν στο πλευρό των νικητών, προτιμήσαμε να αλληλοσκοτωθούμε αντί να εκπονήσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο αποκόμισης των μέγιστων δυνατών κερδών, όπως θα ήταν ενδεχομένως η Βόρειος Ήπειρος και όχι μόνο τα Δωδεκάνησα.
Αντίστροφα παραδείγματα «αλαζονείας της νίκης» και «επανάπαυσης» μπορούμε να διαπιστώσουμε κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 όταν η Ελλάδα διέθετε το συγκριτικό πλεονέκτημα ανάληψης ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια και προτίμησε να το σπαταλήσει.
Αντ’ αυτού προτίμησε μια στρατηγική τύπου Ιμίων.
Το πρόβλημα βρισκόταν πάντοτε σε αυτό το μεσοδιάστημα της οδυνηρής συνειδητοποίησης, και σε ένα τέτοιο χρονικό πλαίσιο θα τοποθετούσα την παρούσα φάση όσον αφορά το ζήτημα με τον βόρειο γείτονά μας. Αν και έχουν ήδη δημοσιευτεί εξαιρετικά σοβαρές και βάσιμες αναλύσεις για τη δυνατότητα ακύρωσης της «Συμφωνίας των Πρεσπών», ας μείνουμε στο κυρίαρχο σενάριο της εδραίωσης των αποτελεσμάτων της και της τελικής μη ακύρωσης.
«Και τώρα τι κάνουμε;» Αυτό θα έπρεπε να είναι το κυρίαρχο ερώτημα, σε αυτό θα έπρεπε να αναφέρεται η κυβέρνηση και σε αυτό θα έπρεπε να εστιάζει την κριτική της η αντιπολίτευση. Αντί να πανηγυρίζουμε οι μεν και να «κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα» οι δε, καλύτερα ας δούμε πώς θα πορευτούμε την επόμενη μέρα, καθώς η μάχη για τις εμπορικές ονομασίες βρίσκεται ενόψει, η κατοχύρωση της εφαρμογής της Συμφωνίας οφείλει να αποτελεί απαράβατο όρο, η στρατιωτική συνεργασία πρέπει να καταστεί πραγματικότητα –μέσω για παράδειγμα προγραμμάτων συνεκπαίδευσης τα οποία έως σήμερα μονοπωλεί η Τουρκία–, η εξισορρόπηση του ουαχαβιτικού Ισλάμ πρέπει να μας απασχολήσει, η οικονομική κυριαρχία στη ζώνη «Θεσσαλονίκη-Μοναστήρι-Σκόπια» είναι εφικτή μέσω υποβοήθησης και ενίσχυσης των επιχειρηματικών εγχειρημάτων και τόσα άλλα…
Επειδή οι υποχωρήσεις ενδεχομένως να πολλαπλασιαστούν σύντομα και εμείς να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε «γιατί;», καλό θα ήταν να ανασκουμπωθούμε το συντομότερο, και προφανώς σε αυτή την προσπάθεια δεν χωρούν τακτικισμοί και μικροκομματισμοί. Ο στόχος βρίσκεται στο μέλλον, όσο ταυτολογικό και αν αυτό ακούγεται.