Η Συμφωνία των Πρεσπών επιτρέπει ρητά τη χρήση των όρων «Μακεδονία» και «μακεδονικός» σε νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις της γείτονος κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους (άρθρο 1 παρ. 3 f).
Ως γνωστόν, στις διεθνείς τους συναλλαγές οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν το όνομα της χώρας τους για να προσδιορίσουν την εθνικότητά τους και την προέλευση των προϊόντων και των υπηρεσιών τους.
Από την παραπάνω διάταξη, δεν απορρέουν μόνο δικαιώματα για τις επιχειρήσεις της γείτονος, που θα μπορούν στο εξής να αναγράφουν ελεύθερα τους όρους «Μακεδονία» και «μακεδονικό» σε επωνυμίες, σήματα, επιγραφές, ιστοσελίδες, επιστολόχαρτα και προϊόντα ή όπου αλλού συνηθίζουν να το κάνουν στις διεθνείς συναλλαγές τους, αλλά και υποχρεώσεις για οιονδήποτε τρίτο, κρατική αρχή ή αλλοδαπή επιχείρηση, που θα πρέπει στο εξής να σέβονται τις συγκεκριμένες αναγραφές και, ανάλογα, να επιφυλάσσουν την κατάλληλη μεταχείριση σε εταιρείες της «Μακεδονίας» ή σε προϊόντα και υπηρεσίες «μακεδονικής» προέλευσης.
Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα, που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία των Πρεσπών και τυχαίνει να διαθέτει μια μεγάλη περιοχή που λέγεται Μακεδονία, στην οποία δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις που παράγουν και εμπορεύονται προϊόντα και στις συναλλαγές τους χρησιμοποιούν τους όρους «Μακεδονία» και «μακεδονικός» για να δηλώσουν την προέλευσή τους, όχι με όρους κράτους, διότι ασφαλώς και είναι ελληνικές οι εταιρείες αυτές, αλλά ως επωνυμίες, σήματα, ιδιαίτερα γνωρίσματα ή ιδιότητες, με τα οποία έγιναν γνωστές στο κοινό στο οποίο απευθύνονται εντός και εκτός της χώρας.
- Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του αναπληρωτή καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου Παναγιώτη Γκλαβίνη εδώ.