Μιας και ο διχασμός, όσον αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών και ιδίως εντός του πολιτικού συστήματος, υπήρξε μεγάλος, νομίζω ότι μπορούμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: Ανεξαρτήτως του περιεχομένου της συμφωνίας, οι συνθήκες υπό τις οποίες επικυρώθηκε και από τις δύο χώρες ήταν βαθιά αντιδημοκρατικές, και δίχως την παραμικρή νομιμοποίηση από πλευράς των πολιτών.
Στο αντεπιχείρημα της «πεφωτισμένης» πολιτικής και ακαδημαϊκής παγκόσμιας ελίτ, η απάντηση διαχρονικά είναι μία: Άσε με να κάνω λάθος, αφού άλλωστε εμένα αφορά και τις δικές μου ευαισθησίες αγγίζει…
Τονίζω ευθύς εξαρχής ότι η μέθοδος-μεθόδευση της επικύρωσης υπήρξε απαράδεκτη και στις δύο χώρες, ενώ θα έπρεπε να ενοχλεί πρωτίστως όσους υποστήριξαν τη συμφωνία, καθότι θέτουν ως «ιδεολογική προτεραιότητα» τις αξίες της ισότητας, της δημοκρατίας και του «λαού στην εξουσία». Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να είναι ανήσυχοι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας, η οποία είναι σαφώς προβληματική στο μακροπρόθεσμο επίπεδο δεδομένων των σφοδρών αντιδράσεων τόσο των πολιτών όσο και των αντιπολιτεύσεων στις δύο χώρες. Επαναλαμβάνω ότι τα παραπάνω οφείλουν να προβληματίσουν ανεξαρτήτως αν αποδέχεται ή όχι κάποιος τη συμφωνία.
Ακατάπαυστο «bullying» από τις μεγάλες δυνάμεις, είτε «υπέρ» (βλ. ΗΠΑ, Γερμανία) είτε «κατά» (βλ. Ρωσία), συλλογή «κοινοβουλευτικών κουκιών» χωρίς τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό, χρηματοδοτήσεις από γνωστά και μη εξαιρετέα ιδρύματα, δημοψήφισμα-μαριονέτα στη γειτονική χώρα…
Όλα τα είχε ο μπαξές – και δυστυχώς δεν εννοώ φρούτα και λαχανικά, αλλά τσουκνίδες και ζιζάνια…
Ο Παναγιώτης Ήφαιστος, αναφερόμενος στην κοινωνία και στην ανάγκη ύπαρξης βιώσιμου κανονιστικού συστήματος και ρυθμιστικής εξουσίας, επισημαίνει ότι «οι σχέσεις των ατόμων και των ομάδων ρυθμίζονται στη βάση θεμελιακών νόμων, του ιδιωτικού δικαίου, διοικητικών κανόνων και άγραφων νόμων ή εθίμων τα οποία αποδέχεται η πλειοψηφία. Το κανονιστικό σύστημα είναι βιώσιμο επειδή είναι νομιμοποιημένο στο κοινωνικό σώμα. Δηλαδή, σε κάθε βιώσιμο κράτος έχουμε κοινωνία, πολιτειακό σύστημα».
Προεκτείνω την περιγραφή λέγοντας ότι το κανονιστικό σύστημα και όσες πολιτικές «παράγει» είναι βιώσιμα υπό τον όρο νομιμοποίησής τους από το κοινωνικό σώμα. Το συγκεκριμένο στοιχείο, πέραν του όποιου «δημοκρατικού ρομαντισμού» όπως νοείται από ορισμένους, ενέχει και το πρακτικό στοιχείο της υλοποίησης και εφαρμογής μιας πολιτικής απόφασης, μιας συμφωνίας, μιας συνθήκης. Η περίπτωση να μην ενδιαφέρεται το πολιτικό σύστημα ακόμη και για την εφαρμογή μιας συμφωνίας που συνάπτει, είναι υπαρκτή όταν δεν ενδιαφέρεται γενικώς για το θέμα…
Διόλου τυχαίο είναι το γεγονός ότι οι Αμερικανοί ή οι Ισραηλινοί, όταν εξετάζουν το επίπεδο των διμερών σχέσεών τους με κάποια χώρα, θέτουν σοβαρά υπόψη τους το ύψος του αντιαμερικανισμού ή του αντισημιτισμού αντίστοιχα.
Για τους εξοικειωμένους με τη θεωρία διεθνών σχέσεων, πρόκειται για τις μεταβλητές του δευτέρου επιπέδου ανάλυσης οι οποίες διαμορφώνονται και αντίστοιχα επηρεάζουν ως ένα βαθμό τη χάραξη στρατηγικής. Με άλλα λόγια, σε μια χώρα όπου γίνονται εκλογές, το κοινό αίσθημα εξετάζεται γιατί με τη σειρά του διαμορφώνει συγκεκριμένες δυναμικές, πιθανότατα όχι στρατηγικής τοποθέτησης της χώρας, αλλά σίγουρα πραγμάτωσης επιμέρους πτυχών της εξωτερικής πολιτικής.
Αυτά βέβαια ισχύουν για τις «κανονικές χώρες», όπου η νομιμοποίηση είναι σημαντική παράμετρος και το σύστημα δεν είναι έξωθεν χειραγωγημένο. Με όρους θεωρίας, τα παραπάνω ισχύουν για τους ορθολογικούς δρώντες, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητο να κατατάσσονται στις μεγάλες δυνάμεις, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι διαμορφωτές και όχι παθητικοί δέκτες κελευσμάτων.