Ας μη βιαζόμαστε να απονείμουμε τα πρωτεία της «μοναδικής πλανητικής υπερδύναμης» σε άλλα κέντρα ισχύος του διεθνούς συστήματος. Για την ώρα είναι βάσιμο να αναφερόμαστε στην ανάδυση του πολυπολικού συστήματος του οποίου μέρος θα είναι η Ουάσινγκτον, αλλά και γι’ αυτό υπάρχει μέλλον… Τα παραδείγματα της Βορείου Κορέας και της Βενεζουέλας αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ «τελειώνει» με ανοιχτές πληγές όσο και αν παραμένει η επικοινωνιακή αλλά και επί της ουσίας πολεμική εναντίον του. Δεν εκφράζω άποψη για τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων όπως το σύστημα υγείας (το περίφημο «Obama Care»), δεν με ενδιαφέρει η αισθητική του και ουδόλως με επηρεάζουν οι επιθέσεις γνωστών Αμερικανών ηθοποιών και τραγουδιστών εναντίον του.
Προτιμώ να εστιάσω στο γεγονός ότι, ως πρόεδρος, κλήθηκε να διαχειριστεί μια σειρά προβλήματα για τη διασφάλιση των συμφερόντων και του πλανητικού κύρους των ΗΠΑ και φαίνεται ότι τα «κλείνει» προς όφελος της χώρας του.
Στην περίπτωση της Βορείου Κορέας, ανάγκασε την ηγεσία της σε πλήρη αναδίπλωση όσον αφορά τις επιθετικές προθέσεις της εις βάρος της Νοτίου Κορέας και της Ιαπωνίας, ενώ στην περίπτωση της Βενεζουέλας έχει δημιουργήσει συνθήκες υπονόμευσης του εσωτερικού καθεστώτος της, το οποίο είναι σφόδρα αντιαμερικανικό. Πέραν του όποιου ηθικού προσήμου, γεγονός παραμένει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο, όσο και αν «γκρινιάζουν» οι Ρώσοι, οι Ιρανοί ή και οι… Τούρκοι(!) όπως πληροφορούμαστε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Εξάλλου, οι τελευταίοι είχαν τη δική τους εμπειρία με την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον.
Όσον αφορά την περίπτωση της Βενεζουέλας, είναι προφανές ότι η κυριαρχία στην αμερικανική ήπειρο συνιστά για τις ΗΠΑ το «ασφαλές καταφύγιο». Ο κεντρικός στρατηγικός στόχος της «αποτροπής της ενοποίησης των κέντρων ισχύος του Παλαιού Κόσμου υπό τη μορφή ενός εχθρικού προς τα συμφέροντά τους συνασπισμού», όπως τον περιέγραφε ο Nicholas Spykman, λάμβανε ως δεδομένη την πρωτοκαθεδρία στην αμερικανική ήπειρο. Οι τεράστιες υδάτινες μάζες του Ειρηνικού και του Ατλαντικού εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους, όπως συνέβη επί αιώνες με το Ηνωμένο Βασίλειο και το έστω μικρό αυτό Κανάλι της Μάγχης.
Η κυριαρχία στο δυτικό ημισφαίριο είναι πολύτιμη για τις ΗΠΑ και προς τούτο είναι και αδιαπραγμάτευτη, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μια πετρελαιοπαραγωγό χώρα με κρίσιμο γεωπολιτικό ρόλο στη Νότιο Αμερική και παράλληλα στην Καραϊβική, ήτοι στο μαλακό υπογάστριο της υπερδύναμης. Εξάλλου, τα κουβανικά ψυχροπολεμικά «αστεία» έχουν τελειώσει από κοινού με το διπολισμό, και η Βενεζουέλα συνιστά έναν δρώντα ο οποίος πρέπει να «συνετιστεί» άνευ όρων.
Η επαναφορά στην τάξη είναι απαιτητή γιατί είναι δυνατή, όπως είναι και μια θαυμάσια ευκαιρία επίδειξης ισχύος ενώπιον ολόκληρου του «λατινοαμερικανικού ακροατηρίου», το οποίο από καιρού εις καιρό εκφράζει φυγόκεντρες τάσεις.
Η κρίση στη Βενεζουέλα δεν θα λάβει τέλος έως ότου επιτευχθούν οι αμερικανικοί στόχοι με το εναλλακτικό σενάριο να είναι η μετάβαση της χώρας σε μια κατάσταση «κράτους-παρία» – ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «failed state». Τούτο αιτιολογείται μέσω τόσο της θέασης των συντελεστών ισχύος των ΗΠΑ όσο και της υψηλής σημασίας του προκείμενου γεωπολιτικού χώρου για την Ουάσινγκτον. Επί του συγκεκριμένου, ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του εμπορίου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), επί του οποίου η Βενεζουέλα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο ως παραγωγός, αλλά και προμηθευτής χωρών της περιφέρειάς της.