17 Ιανουαρίου 1896. Στον ιερό ναό της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας, τελείται Θεία Λειτουργία. Εκείνη την Παρασκευή της χρονιάς που αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι Ηπειρώτες της Αθήνας τιμούν τον Νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο που μαρτύρησε στα χέρια των Οθωμανών κατακτητών τη Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1838 στα Γιάννενα. Ο πενηντάχρονος τότε μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, δηλαδή ο Άγιος Νεκτάριος, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και εκφώνησε το «Λόγο περί πίστεως και πατρίδος εις τον Νεομάρτυρα Άγιον Γεώργιον».
Δυο μέρες μετά, ημέρα Κυριακή, ο λόγος εμφανίστηκε τυπωμένος στην εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» (αρ. φ. 172, 19/1/1896).
Στο πλέον πρόσφατο τεύχος του εξαιρετικού περιοδικού Ερώ (τ. 36, 2018) αναδημοσιεύεται το ίδιο κείμενο με απόδοση στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας από τη φιλόλογο Μαρία Γκότση. Η ανάγνωσή του δεν αφήνει καμιά αμφιβολία∙ οι θέσεις του Αγίου είναι ξεκάθαρες. Θεωρεί ότι η σχέση του ελληνισμού με την του Χριστού αγία πίστη είναι άρρηκτη. Λέει: «Η αδιάσπαστη συνένωση του ελληνικού πολιτισμού και του Χριστιανισμού αποτέλεσαν στον Έλληνα μία και την αυτή έννοια, εκφράζουν ένα νόημα, μία και την αυτή ιδέα∙ γι’ αυτό και αποβαίνει αδύνατο να νοηθεί το ένα χωρίς το άλλο».
Η ομολογία, επομένως, του νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου και η άρνησή του ν’ αλλαξοπιστήσει οδηγεί, κατά τον Άγιο Νεκτάριο, σε θυσία όχι μόνο υπέρ πίστεως, αλλά αυτόματα και υπέρ της πατρίδας. Ειδικά στον δικό μας τόπο, υποστηρίζει ο Άγιος Νεκτάριος, «ο θερμός προστάτης της πατρίδος γίνεται γενναίος πρόμαχος της πίστεως∙ διότι οι ενέργειες και των δύο μεταβιβάζονται αμοιβαία∙ αυτός που πεθαίνει υπέρ της πατρίδος πεθαίνει υπέρ της πίστεως, και αυτός που μαρτυρεί υπέρ της πίστεως μαρτυρεί υπέρ της πατρίδος».
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο έργο του Νέον Μαρτυρολόγιον, που είναι ουσιαστικά ένα συναξάρι των «μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς, και τόπους μαρτυρησάντων», μας ιστορεί το βίο και το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου. Εκεί διαβάζουμε πως κατά τη φυλάκιση του νεομάρτυρα στα Γιάννενα «ο επάρατος δεσμοφύλαξ δεν απέλειπε να τον ενοχλεί πάντοτε∙ λέγοντός του μπρε Γεώργιε τούρκισε τώρα, δια να γλιτώσεις τον θάνατον, και έπειτα πηγαίνεις εις την Ελλάδα ή αλλού, και γίνεσαι πάλιν Χριστιανός».
«Ο δε Άγιος», μας διασώζει ο φάρος της Ορθοδοξίας και διδάσκαλος του γένους Άγιος Νικόδημος, «στοχαζόμενος τα ψυχοφθόρα του λόγια, του έλεγε με φυσικήν απλότητα, εγώ Χριστιανός αποθνήσκω».
Μ’ άλλα λόγια, καλοπροαίρετα ο δεσμοφύλακας τον συμβούλευε για το καλό του, για το συμφέρον του: «μην είσαι κορόιδο, μην είσαι ξεροκέφαλος, οπισθοδρομικός, κολλημένος∙ μια λέξη είναι, ένα όνομα… πώς κάνεις έτσι;». Για τον Άγιο, όμως, ήταν αυτονόητο και απολύτως φυσικό ότι η ονομασία «Χριστιανός» ήταν κάτι πολύ παραπάνω∙ ήταν η ψυχή του. Αν το πρόδιδε, έστω και υποκρινόμενος, θα πρόδιδε ταυτόχρονα πίστη και πατρίδα. Δεν θα γινόταν μόνο μωαμεθανός, δεν θα άλλαζε απλώς θρήσκευμα, αλλά θα «τούρκιζε».
Αναλογικά, δεν γίνεται να ξεπουλάς τα επιμέρους ονόματα που συναπαρτίζουν την έννοια του ελληνισμού στην κοιτίδα του, ήγουν στον τόπο του, και να θέλεις να λέγεσαι χριστιανός ορθόδοξος. Γιατί, σύμφωνα με τον Άγιο Νεκτάριο, «Ο ελληνισμός προορίσθηκε από τον Θεό, για να κάνει τα έθνη και τους λαούς κοινωνούς της πίστεως και της σοφίας του και του πολιτισμού και της παιδείας του∙ διότι στην αδιάσπαστη ένωση και των δύο βρίσκεται ο αληθινός πολιτισμός, ο ίδιος ο ανθρωπισμός, ο τέλειος άνθρωπος που πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού, και το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται το σκόπιμο και λογικό τέλος του ανθρώπου. Ο ελληνισμός, λοιπόν, εκπολιτίζοντας τα έθνη με τη σοφία του και την πίστη του, γίνεται όργανο της θείας βουλής». Ποια Βουλή πολιτικών, ποια βουλή ανθρώπων μπορεί με τις αποφάσεις της να υποσκάπτει τα θεμέλια του ελληνισμού και, επομένως, να αποδυναμώνει, να ευτελίζει ένα όργανο της βουλής του Κυρίου;
Εσείς που δεν λογαριάζετε την ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου, αποφασίσατε άτοπα και διαπράξατε μέγιστο ατόπημα.
Ο Άγιος Νεκτάριος κι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός σάς τα λένε· και τόσοι μα τόσοι ακόμα Άγιοι μάρτυρες της ευλογημένης πίστης μας, που για να μην παραδώσουν, για να μην προδώσουν το νοηματικό και ιστορικό περιεχόμενο μιας λέξης προτιμούσαν τα φρικτά βασανιστήρια και το θάνατο. Εκτός κι αν όλοι αυτοί είναι καλοί για να εμφανίζονται ολοζώντανοι χρόνια μετά τον κατά σάρκα θάνατό τους και να θαυματουργούν, αλλά για να ερμηνεύουν τα δίκαια του ελληνισμού είναι ακατάλληλοι.
Στα χρόνια τα παλιά οι κερκόπορτες ήτανε θύρες κανονικές στα κάστρα. Τη σήμερον ημέρα κερκόπορτες είναι τα ονόματα των περιοχών και των εθνοτήτων, τα δικαιώματα των δήθεν μειονοτήτων, οι δημογραφικές μεταβολές και οι παρδαλόχρωμες επαναστάσεις. Η Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε μια κερκόπορτα. Όσοι Έλληνες πολίτες την βλέπουν και είναι ανιδιοτελείς πατριώτες, να ψηφίσουν όσους δεσμευτούν πως θα την κλείσουν. Όχι όσους σκοπεύουν να την αφήσουν ανοιχτή ή μισάνοιχτη για τα μάτια του κόσμου (και την υφαρπαγή της ψήφου του). Να ’βλεπα μια φορά τον Έλληνα ψηφοφόρο να κάνει την έκπληξη βγαίνοντας από τα μαντριά και τι στον κόσμο!…